Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Κυριακή απόγευμα

Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο "Δανδάλη". Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον "αχαΐρευτο" γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο. Οι γάτες να τρέχουν να κρυφτούν καθώς με το λάστιχο ποτίζουμε τις γλάστρες. Κι αφού τα νερά λιμνιάσουν στην πλακόστρωτη αυλή και τσαλαβουτήσουμε τα πόδια μας να δροσιστούμε, να με πάρεις τηλέφωνο. Φορώντας το λινό μου φόρεμα και με τα μαλλιά βρεγμένα ακόμα να'ρθω να σε βρω. Ν'ανέβουμε τα τείχη, στο θερινό κινηματογράφο, κρατώντας παγωμένες μπύρες απ'το απέναντι περίπτερο. Να βλέπαμε Γούντι Άλεν "Η κατάρα του Πράσινου Σκορπιού". Να γελάμε δυνατά και να μου κρατάς το χέρι. Κι ύστερα να μου αναλύσεις ποιός ήταν ο Wilbur de Paris κι εγώ να προσπαθώ να σε πείσω να πάμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη καθότι η Μαδαγασκάρη μας πέφτει μακριά. Κι αφού περπατήσουμε στα στενά της παλιάς πόλης, κρατώντας μου το χέρι πάντα, να φτάσουμε στο παρκαρισμένο μου αμάξι. Να σου χαμογελάσω, να μου κλείσεις το μάτι πονηρά και ν'αποχαιρετιστούμε προσδοκώντας το ξεκίνημα μιας νέας βδομάδας.

Να'τανε Κυριακή απόγευμα και να μου κράταγες το χέρι. Σφιχτά.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Καθρέφτης

Μέχρι τώρα όλα ήταν καλά. Όλα τακτοποιημένα πίσω από βαρύγδουπες λέξεις. Λέξεις για όλες τις περιστάσεις. Ρήσεις, αποφθέγματα, φιλοσοφίες, ατάκες, στίχοι. Τα'χεις αποστηθίσει, σε βγάζαν συχνά από αδιέξοδο όταν συζητούσες με τους φίλους σου, όταν ήθελες να εντυπωσιάσεις τους γύρω σου, όποτε προσπαθούσες να κατακτήσεις νεαρές αέρινες υπάρξεις.

Μα έρχεται μια στιγμή που δεν τα'χεις υπολογίσει σωστά. Συνήθησες το καλοκαίρι, άφησες το παράθυρο μισάνοιχτο μα ο Σεπτέμβρης είναι απρόβλεπτος, μια κρύο μια ζέστη, και άξαφνα μες στη νυχτερινή σιγαλιά φυσάει πρώιμος αέρας εισβάλλοντας στο οχυρό σου.

Και βρίσκεται κείνο το λινό σεντόνι που ποτέ δεν τόλμησες ν'αγγίξεις, ποτέ δεν θέλησες να κατεβάσεις απ'τον τοίχο, τ'άφησες να κρέμεται, στερεωμένο με τα χρόνια από έντεχνα πλεγμένους ιστούς αράχνης. Μ'αυτό το αεράκι, αυτό το αθώο κι αιφνίδιο αεράκι τα ανατρέπει όλα. Παρασέρνει το σεντόνι στο πέρασμά του κι όπως κυματίζει πέφτοντας κατάχαμα, αποκαλύπτει έναν παγερό χλωμό καθρέφτη. Και στέκεσαι εκεί μπροστά μόνος, αντιμέτωπος με το είδωλό σου, τον εαυτό σου, την πραγματικότητα. Δεν είναι εκεί κανείς να σε υποστηρίξει, κανείς να μιλήσει για'σενα. Ούτε ο Καζαντζάκης, ούτε ο Καββαδίας, ούτε ο Μπρεχτ, ούτε ο Μόρισον.

Είναι η στιγμή σου. Να μιλήσεις. Ούτε πριν, ούτε μετά. Τώρα.