Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: ΙΙΙ. το Κύμα

Έπειτα από αρκετή ώρα οδήγησης κι έχοντας διεκπεραιώσει ο Αντώνης την αποστολή του, μαζί με  τη Χρύσα έκατσαν στο ταβερνάκι του κυρ Μανόλη. Πάνω στη θάλασσα, μακριά από την πολυσύχναστη Κιτροπλατεία και την τουριστική λίμνη του Αγίου Νικολάου. Το σοκ ομολογουμένως που έπαθαν, όταν συναντήθηκαν στην αίθουσα αφίξεων έπειτα από την τηλεφωνική τους συνομιλία, ακόμα δεν το'χαν ξεπεράσει. Αυτές οι απίθανες συμπτώσεις που νομίζεις οτι συμβαίνουν μόνο σε ταινίες.
Μιλούσαν ασταμάτητα. Για όλα και για τίποτε. Για πολλά και για κανένα. Από εγωισμό, κανείς δεν αποκάλυψε τις σκέψεις και ματιές πριν συστηθούν στο Νίκος Καζαντζάκης.
      -Ο... ο κύριος Δεληγιάννης;
      -Αντώνης.
      -Α... Χρύσα. Χάρηκα.
Και τώρα κάθονται αντικριστά, καταβάλλοντας προσπάθεια να δείξουν χαλαροί κι αδιάφοροι, επιβεβαιώνοντας τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου σημασία δε μου δίνεις και τρελαίνεσαι
       -Τί ευτυχία να αγναντεύεις την θάλασσα. Είσαι πολύ 
        τυχερή που ζείς σ'ένα παραθαλάσσιο μέρος.
       -Ναι, ο ανοιχτός ορίζοντας κι αυτό το γαλάζιο...
        Δεν περιγράφονται με λέξεις. Και μου'χαν λείψει τον 
        τελευταίο καιρό στην Αθήνα.
       -Κι αυτός ο ήχος από το κύμα που σκάει πάνω στα βράχια.
       -Αυτή όμως η εικόνα δε σου βγάζει μια ματαιότητα;
       -Ματαιότητα;
       -Ναι, τα κύματα καταφέρνουν να ταξιδέψουν τόσα μίλια 
        για να θρυμματιστούν τελικά βάναυσα πάνω στα βράχια.
      -Κατάφεραν όμως να φτάσουν στον προορισμό τους. 
       Εξάλλου στο ταξίδι τους δεν ήταν μόνα. Και σκέψου κι 
       εκείνα τα τυχερά που συναντήθηκαν τυχαία και υπό 
       κατάλληλες συνθήκες, έτσι ώστε να ενώσουν τις δυνάμεις 
       τους. Ένα άθροισμα, μια συμβολή, μια επαλληλία 
       κυμάτων...
Η Χρύσα ήταν έτοιμη να διαφωνήσει. Κάτι πήγε να πει, που θυμήθηκε απ'το σχολείο, για τα μηχανικά κύματα και την μεταφορά ενέργειας και ύλης. Μα σταμάτησε. Μαλάκωσε. Γύρισε και κοίταξε τον Αντώνη μες στα μάτια. Στα ήρεμα καστανοπράσινα μεγάλα μάτια του. Χαμογέλασε.


       -Ήντα να σας κεράσουμε; Να βάλω μια ρακή; Κι έχω και 
         φρέσκο καρπούζι, ω το παντέρμο ωραίο.
       -Α, ξέρετε είμαι κουρασμένος από ταξίδι και δε θα'θελα να πιω...
Η Χρύσα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της προσπαθόντας να κάνει νόημα στον Αντώνη. Εκείνος απλά σταμάτησε την πρότασή του βλέποντας τον ηλιοκαμμένο κυρ Μανόλη να τον κοιτάζει με  βλέμμα κάτι μεταξύ απορίας και αποδοκιμασίας.
       -Νεαρέ, ο παππούς μου όταν ήμουνε κοπέλι μου'λεγε: 
       Όντε στο δίνουν το πράγμα, παίρνε το!
       Μιχάλη! Ε μωρέ Μιχάλη! Φέρε επαέ μια ρακή για το μουσαφίρη μας! 
       Άντε στην υγειά μας και πάντα με το καλό να σμίγουμε.
Ήρθε και το φρέσκο καρπούζι, κατέβηκε με περισσή ευκολία η παγωμένη ρακή, η ώρα πέρασε και ο Αντώνης έπρεπε σιγά σιγά να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Το πάρτυ στο Balux το'χε ήδη ξεχάσει. Η σκέψη να μην επέστρεφε Αθήνα εκείνο το βράδυ, είχε περάσει σίγουρα αρκετές φορές απ'το μυαλό του.
       -Να πάτε στην ευχή του Θεού και με το καλό να μας ξανάρθετε!
       -Τώρα που έμαθα το δρόμο εγώ να'στε σίγουρος οτι θα 
        σας ξανάρθω! Να'στε καλά, σας ευχαριστούμε πολύ για όλα.
       -Ευχαριστούμε κυρ Μανόλη!
       -Να'σαστε καλά μωρέ κοπέλια. Και θα σας πω δυο 
        μαντινάδες να βάλετε καλά στο νού σας:


Γιάϊντα τ'αμοναχό δεντρί ποτέ καρπό δε κάνει;
Γιατί το δέρνει η μοναξά, παράπονο το πιάνει.

Μα σαν είναι δυο δεντρά μαζί, ως κι αν τα δέρνει η μπόρα




Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: ΙΙ. η Χρύσα

    Η Χρύσα σωριάζεται στην πρώτη άδεια θέση που βλέπει μπροστά της. Αυτές τις καλοκαιρινές διακοπές, πίσω στο πατρικό της, τις λαχταρούσε εδώ και μήνες. Η τελευταία βδομάδα όμως δεν ήταν και η καλύτερή της. Ξεκίνησε με το απόγευμα της Δευτέρας πού την πήραν τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο που είχε δώσει συνέντευξη. 
    Δεσποινίς Μαθιουδάκη, σας ευχαριστούμε πολύ για το ενδιαφέρον σας να εργαστείτε στην εταιρία μας. Το βιογραφικό σας είναι πραγματικά αξιόλογο, δυστυχώς όμως τελικά δεν θα΄χουμε την χαρά να συνεργαστούμε μαζί σας. Σας ευχόμαστε κάθε καλύτερο.
     Στεναχωρήθηκε, το πήρε κατάκαρδα, βγήκε για μια μπύρα με την Αγγελική και τον Βασίλη στο Polis, συζήτησαν για την ανεργία που μαστίζει γύρω τους, τους φίλους τους, τη γενιά τους. Δεν ένοιωσε καλύτερα. Είδε όμως οτι δεν είναι η μόνη, ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, είναι ακόμα η αρχή και πρέπει να παλέψει, να μη το βάλει κάτω. "Καλοπελεκημένη πέτρα ποτέ δεν χάνεται" της έλεγε πάντα η μητέρα της. Γι'αυτό και η Χρύσα είχε επενδύσει στις σπουδές της. Νομική Αθηνών με υποτροφία από το ΙΚΥ και ένα εξάμηνο στo Juristische Fakultät der Universität Heidelberg μέσω προγράμματος Erasmus. Παρόλα αυτά χτες βγήκαν τ'αποτελέσματα του τελευταίου της μαθήματος για το πτυχίο. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας. Κόπηκε με 4.
      Μα με 4; Να κοπώ με 4; Τρείς φορές το έχω δώσει αυτό το μάθημα. Ήθελα να βρω και δουλειά, εδώ δε μπορώ να πάρω πτυχίο.  "Χρύσα, παιδί μου, η ζωή σου ανήκει. Το μόνο που θέλω είναι να σε βλέπω να προοδεύεις". Τώρα τί θα πώ στον πατέρα μου; Πλήρωσε μου για άλλον ένα χρόνο τα ενοίκια παρόλο που κι εσύ ζορίζεσαι και οι δουλειές στον Άγιο Νικόλαο δεν πάνε καλά.
     Μια καταιγίδα σκέψεων και συναισθημάτων πλημμύρισε τα καστανά της μάτια και κύλησε σαν χείμαρος στα ροδαλά της μάγουλα. Είναι οι στιγμές που ξυπνάει το απροστάτευτο παιδί μέσα σου, αναζητώντας μάταια την απάνεμη αγκαλιά της μάνας, να πέσεις μέσα και να κοιμηθείς σαν σε χειμερία νάρκη κι όταν ξυπνήσεις γύρω σου να είναι Άνοιξη. Η Χρύσα προσπάθησε πότε με τη λογική και πότε με τεχνάσματα ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και αναπνέοντας βαθιά κοιτώντας το ταβάνι, να σταματήσει τους λυγμούς της.
       Σύνελθε σε βλέπει κόσμος. Να, ο νεαρός απέναντι ήδη μ'έχει καρφώσει με το βλέμμα του. Κι είναι κι ωραίο παιδί. Κι είμαι κι εγώ στα μαύρα μου τα χάλια, ντύσιμο ό,τι βρήκα μπροστά μου, άβαφτη, αχτένιστη και μες στη κλάψα. Νομίζω στο iPad αυτή τη στιγμή το παλικάρι συνειρμικά πατάει το delete. Δε μας παρατάνε κι οι άντρες, τον χαβά τους έχουμε όλη μέρα να φτιάχνουμε τα νύχια μας. Τέτοιος τύπος φαίνεται, κουστουμαρισμένος, καλογυμνασμένος, κατηγορία Α. Σιγά μην κοιτάξει ο Α την Β. Ποιά Β, κατηγορία Ω είμαι. Θα μπορούσε πάντως ο κύριος Α αφού με βλέπει να σπαράζω, να μου δώσει έστω ένα χαρτομάντηλο. Δε φταίει αυτός, έχουμε πια γίνει τόσο απρόσωποι. Γύρω μας υπάρχει κόσμος που χρειάζεται έστω το χαμόγελό μας κι εμείς βυθιζόμαστε στον μικρόκοσμό μας χωρίς να βλέπουμε, χωρίς ν'ακούμε, χωρίς να νοιώθουμε.
    Το παράπονο της Χρύσας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε οτι ο περισσότερος κόσμος είχε σηκωθεί και είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Ο Α. είχε εξαφανιστεί από το οπτικό της πεδίο. Με την αστυνομική της ταυτότητα και την κάρτα επιβίβασης στάθηκε από τους τελευταίους στην ουρά να περάσει μέσα. Θέση 23Α. Εισερχόμενη, με την άκρη του ματιού της, είδε τον Α. να κάθεται στις πρώτες σειρές και να την παρατηρεί. Ντράπηκε, αναρωτήθηκε τί θα σκέφτεται γι'αυτήν στην κατάσταση που την είδε στην αίθουσα αναμονής. Προχώρησε, σήκωσε τον επιβάτη του διπλανού της καθίσματος για να περάσει στην θέση της, προσδέθηκε κι έγειρε το κεφάλι κοιτώντας έξω απ'το παράθυρο. Σύντομα, αφού απογειώθηκαν, την πήρε ο ύπνος.
      Φτάσαμε; Κιόλας; Κοιμήθηκα για τα καλά. Η Ντία! Ένας ξερός βράχος κι όμως το αίσθημα της ασφάλειας με γεμίζει κάθε φορά που την αντικρίζω. Σχεδόν άδειασε το αεροσκάφος, προχώρα Χρύσα. Κι είναι ανοιχτή μόνο η μπροστινή έξοδος. Κοίτα εδώ τί αφήνει ο καθένας πίσω του, ανοιγμένες συσκευασίες μπισκότων, πλαστικά ποτηράκια, εφημερίδες, πολλές εφημερίδες, σημειώσεις, ένας φάκελος δικογραφίας... τί;;; φάκελος δικογραφίας; αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό! Πού είναι μια αεροσυνοδός;
       Η Χρύσα άρπαξε τον φάκελο και κατευθύνθηκε με ταχύ βήμα προς την έξοδο. Υπήρχε ακόμα μια αεροσυνοδός έξω απ'την πόρτα στην σκάλα αποβίβασης. Οι τουρμπίνες δούλευαν ακόμα προκαλόντας τόσο θόρυβο που η επικοινωνία ήταν αδύνατη.
         -Καλή σας μέρα.
         -Ξέρετε βρήκα αυτό τον φάκελο.
         -Παρακαλώ προχωρήστε να προλάβετε το λεωφορειάκι.
         -Ναι αλλά κάποιος επιβάτης...
         -Δεν σας ακούω!
Καλά δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ. Εξάλλου έχει την σφραγίδα του δικηγόρου με κινητό τηλέφωνο επικοινωνίας. Θα τον καλέσω εγώ.
      Κατέβηκε την σκάλα και άνοιξε το κινητό της. Μέχρι να ενεργοποιηθεί και να βρεί σήμα, μπήκε στο λεωφορείο. Αρχίζει να πληκτρολογεί τον αριθμό του κινητού.
          -Παρακαλώ;
          -Ναι, γειά σας. Ο κύριος Δεληγιάννης;
          -Ο ίδιος.
          -Έχω στα χέρια μου έναν φάκελο που νομίζω σας ανήκει.
          Ήμουν επιβάτης της πτήσης από Αθήνα προς...
          -Πού βρίσκεστε αυτή τη στιγμή;
          -Τώρα περιμένω να πάρω την βαλίτσα μου και...
          -Ωραία, σας παρακαλώ πολύ, μπορώ να σας περιμένω στην
          έξοδο;







Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: I. o Αντώνης

-Για την διαπλάτυνση του δρόμου το οικόπεδο χρειάζεται να απαλλοτριωθεί, έχουμε τον φάκελο με το τοπογραφικό και χρειάζεται να γίνει έλεγχος στο υποθηκοφυλακείο.
-Και πού υπάγεται η περιοχή Σίι... Σίσσυ; Της γνωστής αυτοκράτειρ...
-χμ,M! Σίσι, Δήμος Βραχασίου, υποθηκοφυλακείο Νεαπόλεως, νομός Λασιθίου. Τί με κοιτάς; Παρασκευή αύριο κατεβαίνεις Κρήτη και θα πρέπει να μας στείλεις την αναφορά σου με φαξ αυθημερόν! Λοιπόν, η Νάντια σου έκλεισε εισητήρια, πετάς με την πρώτη πρωινή και επιστρέφεις το βράδυ, δε θυμάμαι τώρα ακριβώς θα στα στείλει με e-mail. Α, και θα σου δώσει κι ένα τηλέφωνο ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων από το αεροδρόμιο, πάρε τους για κανά FIATάκι, γιατί με τα ΚΤΕΛ δε θα βγάλεις άκρη.

    Τί ώρα επιστρέφω; 21.50!!! Όχι ρε παιδιά, θα χάσω τα γενέθλια της Λίνας στο Balux. Θα μπορούσα βέβαια να το πάρω σερί και να φύγω από Σπάτα κατευθείαν για Γλυφάδα. Αλλά, ναι οκ, δε μπορώ να κατέβω για δουλειά όλη μέρα με τα ίδια ρούχα και... ασ’τα να πάνε, α ρε Λίνα και στο’χα πεί καν’τα το Σάββατο καλύτερα.
    Ο Αντώνης έφυγε χαράματα από το σπίτι, πήρε έναν καφέ από την οδό Μαρασλή και κατέβηκε Ευαγγελισμό να πάρει το μετρό. Είναι 07.15 π.μ., έχει ήδη περάσει τον έλεγχο και περιμένει παίζοντας με το iPad να ανακοινωθεί η επιβίβαση για την πτήση των 07.40 από Αθήνα για Ηράκλειο. Ανάμεσα στον πρωινό λήθαργο και τον ανατέλλοντα ήλιο που τον χτυπάει από τη τζαμαρία της αίθουσας αναμονής, μια σκυθρωπή κοπέλα με καστανά ίσια μαλλιά από το απέναντι κάθισμα του τραβάει την προσοχή. Φοράει τζην, μαύρο φανελάκι, πέδιλο με πράσινο πεντικιούρ και ασορτί μανικιούρ.
     Μα τί κάνει; Κλαίει; Πωωω, φυσάει και τη μύτη της, βοήθεια! Ελπίζω να μη κάθεται δίπλα μου στ'αεροπλάνο. Στάνταρ την παράτησε ο "καλός" της κι έχει ξεσπάσει τώρα σε λυγμούς. Αχ, μικρά κι αθώα κοριτσάκια, μεγαλώνετε και συνειδητοποιείτε οτι ο έρωτας δεν είναι σαν τα παραμύθια της Disney, εσείς οι  πριγκίπισσες κι εμείς οι ιππότες που σκοτώνουν δράκους κι έχουν μάτια μόνο για εσάς. Ρε, αυτή κλαίει ακόμα. Έχουν πρηστεί τα μάτια της. Κι είναι τόσο όμορφες οι γυναίκες όταν κλαίνε... Κοκκινίζουν τα μάγουλα, τα χείλη. Μπας και της έχει συμβεί της κοπέλας κάτι σοβαρό; Κανά πρόβλημα υγείας; Μήπως να της μιλήσω; Ε, ψιτ εσύ! Πώς να την λένε; Ας πούμε η άγνωστη Χ. Λοιπόν, τί να της πω; Δεσποινίς Χ. η ζωή είναι ωραία, έλα μη στεναχωριέσαι, κανείς δε πέθανε από έρωτα, την υγειά μας να'χουμε... Όχι ασε, θα πω καμιά βλακεία και θα τα κάνω χειρότερα. Άσε που μπορεί να την τρομάξω. Ωραίο νύχι πάντως. Κι αυτό το κρεμαστό που φτάνει μέχρι το στήθος... Μα τί λέω πρωί-πρωί; Δε την παλεύω κι εγώ μου φαίνεται.
    Από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε η έναρξη επιβίβασης της πτήσης. Ο Αντώνης φύλαξε το iPad στην δικηγορική του τσάντα και σηκώθηκε απ'τους πρώτους. Κάνοντας τον αδιάφορο προχωρούσε βήμα βήμα στην ουρά, μα ευχόταν να είχε μάτια στην πλάτη του να δεί τί κάνει η άγνωστη Χ. Στο αεροπλάνο βρίσκει αμέσως την θέση του. 6F. Βγάζει τον φάκελο της δικογραφίας και φυλάει την τσάντα στο ντουλαπάκι των χειραποσκευών. Αφού δένει τη ζώνη παρακολουθεί έναν-έναν τους επιβάτες που εισέρχονται. Η άγνωστη Χ. δεν άργησε να εμφανιστεί, είχε σκουπίσει τα δάκρυά της μα τα μάτια της ήταν ακόμα πρησμένα. Ο Αντώνης ακολούθησε με το βλέμμα του την Χ. μα εκείνη ούτε που φάνηκε να τον προσέχει, ήταν ακόμα σκυθρωπή βυθισμένη στις σκέψεις της.
            -Εσείς, παρακαλώ, τί θα θέλατε;
            -Ένα χυμό πορτοκάλι. Ευχαριστώ.
     Κατά την διάρκεια της πτήσης ο Αντώνης άλλοτε ξεφύλλιζε το περιοδικό της αεροπορικής εταιρίας κι άλλοτε χάζευε απ'το παράθυρο το Αιγαίο. Το μυαλό του όμως τριγυρνούσε στην άγνωστη Χ. Αμφιταλαντευόταν αν ο λόγος ήταν έλξη λόγω εξωτερικής εμφάνισης ή ανησυχίας ως προς τον συνάνθρωπο που βλέπεις δίπλα σου να καταρρέει. Το είχε μετανοιώσει που δεν της μίλησε. Μα τώρα ήταν αργά. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
      Η προσγείωση στο "Νίκος Καζαντζάκης" ήταν όπως πάντα με τα φρένα στο φούλ, λίγο ακόμα και πέφτουν πάνω στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Ο Αντώνης σηκώθηκε από τους πρώτους να αποβιβαστεί. Έριξε μια τελευταία ματιά προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους αλλά μάταια, η άγνωστη Χ δε φαινόταν πουθενά. Κατά την μεταφορά στο αεροδρόμιο άνοιξε το κινητό τηλέφωνο. Μια κλήση και δυο μηνύματα. Η μέρα είναι ηλιόλουστη, η θάλασσα λάδι και ο Αντώνης μόλις αναρωτήθηκε γιατί δεν πήρε μαζί του το μαγιώ του. Φτάνει στην έξοδο. Πρέπει να καλέσει τον υπάλληλο των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων για να συναντηθούν.
     Πού την είχα βάλει την εκτύπωση του e-mail με τα στοιχεία του; Όχι, δεν είναι στη μπροστά θήκη... Ούτε στην άλλη... Α, ναι μωρέ μες στο φάκελο το'χα βάλει κι αυτό όταν έφυγα απ'το γραφείο. Φάκελος, φάκελος... Πού είναι ο φάκελος;;;
     Κρύος ιδρώτας ξαφνικά λούζει τον Αντώνη. Η αμήχανη στιγμή που οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται και το αίμα νοιώθεις ν'ανεβαίνει στο κεφάλι μουδιάζοντας τη σκέψη. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο. Άγνωστος αριθμός. Διστάζει.
              -Παρακαλώ;