Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Κόκκινη έρημος

Ο μικρός Νικόλας κάθεται στο σαλόνι περιμένοντας να πάει η ώρα 6. Όπως κάθε Κυριακή έτσι και σήμερα περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο. Απ'το παράθυρο χαζεύει τ'απεναντινά σπίτια. Κόκκινα τουβλάκια όλα, σαν τα μικρά του Lego, κόκκινα τουβλάκια κάτω από γαλάζιο ουρανό. Θυμήθηκε εκείνη την εικόνα απ'το αεροπλάνο όταν φτάνανε σ'αυτή τη μακρινή τη χώρα. Είχε ενθουσιαστεί που θα ταξίδευε με αεροπλάνο, χρόνια πολλά το ονειρευόταν. Κάποια στιγμή ανοίγει δειλά το παράθυρο, ο ήλιος έκαιγε και ο Νικόλας έσφιξε τα βλέφαρά του αντανακλαστικά. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κόκκινη απέραντη έρημος κι ένας καθαρός ανέφελος ουρανός. Ούτε σπίτια, ούτε δρόμοι, ούτε δέντρα, ούτε βουνά. Κόκκινη έρημος. Η μόνη ένδειξη ζωντάνιας εκεί κάτω ήταν κάποιοι ξεριζωμένοι γυμνοί θάμνοι που κουτρουβαλούσαν άσκοπα, έρμαια του ανέμου. Ο Νικόλας τρόμαξε κι έκλεισε αμέσως ξανά το παράθυρο.

[Ντρίιιιν]
-Ναι;
-Ποιό παιδάκι είναι στο τηλέφωνο;
-Γιαγιά, ο Νικόλας είμαι!
-Καμάρι μου, καλημέρα είναι 8 η ώρα εδώ.
-Το ξέρω γιαγιά, εδώ είναι 6 το απόγευμα. Γιαγιά, πότε θα'ρθεις; Θέλω να μου φτιάξεις κοτόπουλο με μπάμιες και πατάτες τηγανιτές.
-Ό,τι θες παιδί μου θα σου μαγειρέψω. Θα'ρθω, αμα τελειώσει ο χειμώνας με το καλό.
-Έτσι μου'χες πεί και πέρυσι γιαγιά...

[Έτσι θα σου ξαναπώ και φέτος παιδί μου]

Κάθε κυριακάτικο τηλεφώνημα μια εθελότυφλη επανάληψη. Και κάθε τέλος της συνδιάλεξης μια ανάμνηση εικόνων και γεύσεων. Ο μικρός Νικόλας κοίταξε πάλι έξω απ'το παράθυρο τα κόκκινα τουβλάκια. Τώρα τα ένοιωθε ακριβώς όπως τη κόκκινη έρημο που διέσχισε με το αεροπλάνο. Παγιδευμένος ανάμεσά τους με τις παιδικές του αναμνήσεις να κουτρουβαλούν ξεριζωμένες και να χάνονται όπως φυσάει ο άνεμος. 

[http://www.flickr.com/photos/sysy81/2667317444/]


Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Αδράνεια

Γυρνώντας πάντα απ'τη δουλειά, στο δρόμο για το σπίτι, χαζεύεις τον κήπο έξω απ'την εγκατελελειμμένη μονοκατοικία. Σχεδόν πάντα από το άγριο αναριχώμενο γιασεμί κλέβεις ένα ανθάκι, οσφραίνεσαι με όλες σου τις αισθήσεις το μεθυστικό του άρωμα, περνάς το γιασεμί στ'αυτί και συνεχίζεις. Υπήρξαν πολλές φορές που κοντοστάθηκες έξω απ'την καγκελόπορτα κοιτώντας με λαχτάρα την ψάθινη καρέκλα κάτω από την λεμονιά. Θα'θελες να μπεις μα ντρέπεσαι μήπως σε δει κανένας γείτονας. Κι ύστερα πώς να τολμήσεις να τσαλαπατήσεις τον κήπο με τα λερωμένα σου παπούτσια, πώς να μολύνεις την ευωδιά του κήπου με τον ιδρώτα σου. Όχι, γυρνάς σπίτι στο τσιμεντένιο σου μπαλκόνι. Γυμνόστηθος, προσπαθώντας να βολευτείς στην πράσινη πλαστική καρέκλα, αγναντεύεις το μισοφέγγαρο που ξεπροβάλλει μεσά απ'τις κεραίες. Κεραίες σκιάχτρα που μαύρα πουλιά προσέλκονται και άνομες σκέψεις απωθούνται. Σκύβεις να σβήσεις τ'αποτσίγαρο στην γλάστρα με το ξεραμένο γεράνι και το μαραμένο γιασεμί γλυστρά από τ'αυτί σου. Δεν μυρίζει πια. Αύριο λες θα κόψεις άλλο ανθάκι, κι αύριο άλλο πάλι κι αύριο πάλι και πάλι. Μέχρι τη μέρα που κηπουρός θα κόψει τους βλαστούς του ή ο κήπος δε θα υπάρχει πια, θα ξεραθεί από την ανυδρία. Κι εσύ ακόμα στο μπαλκόνι θ'αγναντεύεις τις ταράτσες, με την ανάμνηση μιας μυρωδιάς που ντράπηκες να κατακτήσεις.