Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

...να ξέρεις τί λες.

 [νυχτα]

Πλατεία Μοριχόβου. Παλιά Λαδάδικα. Όσες γεύσεις, τόσες εικόνες. Όσες μυρωδιές, τόσες αναμνήσεις. Όσες μουσικές, τόσες λέξεις. Ποτήρια να τσουγκρίζουν, συντονισμένα με τη μελωδία ενός ρεμπέτικου που παίζει κάπου στο βάθος. Σταλιά σταλιά το νερό πέφτει θολώνοντας το ούζο. Σταλιά σταλιά το ούζο ρέει στα σωθικά θολώντας τις σκέψεις, παραλύοντας τις αντιστάσεις. Θεία μετάληψη η κατανάλωση αλκοόλ με φίλους. Κοινωνοί των πιο απόκρυφων σκέψεων, των πιο ειλικρινών βλεμμάτων.

"Δεν έχω πεί ποτέ ψέματα"

Όλοι λέμε ψέματα. Είτε στους άλλους, είτε στον εαυτό μας. Είτε από αφέλεια, είτε από συμφέρον. Ψέματα δεν είναι μόνο όσα de facto έχουν ειπωθεί χωρίς να εννοούνται. Ψέματα είναι κι αυτά που εν γνώσει δεν λέγονται, αφήνοντας ελαφρά τη καρδία να αιωρούνται, να πλανώνται στον αέρα καλλιεργώντας προσδοκίες. Κι όταν φτάνει η κρίσιμη στιγμή ανάληψης των ευθυνών, με μια άρνηση ισοπεδώνουμε την όποια κατηγορία, αφοπλίζουμε τον κάθε αντίπαλο. Μόνοι. Όλα μόνοι. Πάντα μόνοι.

Όλοι λέμε ψέματα. Είτε στους άλλους, είτε στον εαυτό μας. Είτε μικρά αθώα, είτε μεγάλα που ανοίγουν πληγές. Πληγές αιμορραγούσες. Όχι όμως σ'αυτούς που αγαπάμε. Γι'αυτούς έχουμε ευθύνη. Την ευθύνη να μπορούμε να τους κοιτάμε κατάματα.

Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Μεϊντάνι. Πόσες γεύσεις, πόσες εικόνες, πόσες μυρωδιές, πόσες αναμνήσεις, πόσες μουσικές, πόσες μαντινάδες. Εκεί, μεταξύ ρακής και μαντολίνου διεμήνυσε ορθώς ο Λουδοβίκος των Ανωγείων:

"Όπου αγαπάς μη πολυπάς, κι αν πολυπάς μη πολυκάτσεις, κι αν πολυκάτσεις να μη πολυμιλείς, κι αν πολυμιλείς να ξέρεις τί λες."


Εβίβα στ' ανείπωτα...


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Capo d'Istria

Για τη Σλοβενία πολλοί αγνοούν το γεγονός οτι κατέχει ένα μικρό παράκτιο κομμάτι στην Αδριατική Θάλασσα. Είναι η Σλοβενική Ριβιέρα στον κόλπο της Τριέστης, μήκους περίπου 47 χλμ, κομμάτι της πανέμορφης και τουριστικά αναπτυσσόμενης χερσονήσου Ίστριας μεταξύ Ιταλίας και Κροατίας. Η ενετική και εν γένει ιταλική επιρρόη είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική αλλά και στα τοπωνύμια. Επισήμως άλλωστε η περιοχή είναι δίγλωσση, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν τόσο τα ιταλικά όσο και τα σλοβένικα. Τρείς είναι οι κυριότερες κωμοπόλεις: το Piran, η Izola και το Koper.


Piran και Portoroz (Σεπτέμβριος 2009)

Η τελευταία είναι και το κυρίως λιμάνι της Σλοβενίας. Με έκπληξη θα διαπιστώσει κανείς οτι η πόλη Koper έχει και μια δεύτερη ονομασία: Capodistria. Capo δηλαδή η κεφαλή ή πρωτεύουσα (capital) di Istria, της Ίστριας. Η ονομασία αυτή δόθηκε κατά την ενετική κυριαρχία στην περιοχή, περίοδο κατά την οποία η πόλη άκμασε, και φυσικά το άκουσμα μας παραπέμπει στον Ιωάννη Καποδίστρια. Μια πόλη με εξαιρετικά πλούσια ιστορία ξεκινόντας από την αρχαία Ελλάδα με την ονομασία Αιγίδα ή αλλιώς η πόλη με τις αίγες (κατσίκες), συνεχίζοντας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την ονομασία Capris ή Capre (στα λατινικά η αίγα) απ'όπου απορρέει η τωρινή παραλλαγή σε Koper. Αξίζει να σημειωθεί οτι η πόλη είναι αδελφοποιημένη, μεταξύ άλλων, με την Κέρκυρα.


Ο πρώτος έλληνας κυβερνήτης, ο Ιωάννης Καποδίστριας (Giovanni Capo d'Istria) γεννήθηκε το 1776 στην Κέρκυρα από αριστοκρατική οικογένεια η καταγωγή της οποίας, πρωτού ελληνοποιηθεί, ήταν από το σημερινό Koper. Το όνομα της οικογένειας όσο παρέμεναν ακόμα στο Koper λέγεται πως ήταν Vitori. Οξύ μυαλό, χαρισματικός διπλωμάτης με διεθνείς διασυνδέσεις, ο Ιωάννης Καποδίστριας θα μείνει στην ιστορία για την προσπάθεια οργάνωσης του ελληνικού κράτους εκ του μηδενός και για το εκσυγχρονιστικό του έργο σε απλές ιδέες όπως την εισαγωγή και καλλιέργεια της πατάτας μέχρι καίρια ζητήματα όπως την ίδρυση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας. Κυρίως όμως θα μείνει στην ιστορία για την μετωπική του σύγκρουση με τις φατρίες (κοτζαμπάσηδες) και τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα αλλά και τις ξένες δυνάμεις, γεγονός που θα του στοιχίσει την ίδια του την ζωή όταν τον Οκτώβριο του 1831 δολοφονείται στο Ναύπλιο, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο ελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας Jean-Gabriel Eynard θα δηλώσει χαρακτηριστικά "Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν" Τα σημάδια από τους πυροβολισμούς στον τοίχο του Αγίου Σπυρίδωνα διατηρούνται ως σήμερα, υπενθυμίζοντας εκείνες τις σκοτεινές και κοινωνικά ταραχώδεις μέρες, αποτέλεσμα της διαφθοράς και του εθνικού διχασμού. Ο ίδιος σε επιστολή του, λίγους μήνες πριν το θάνατό του αναφέρει χαρακτηριστικά:


"Απέκαμα! Αλλ'όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου και ας κινδυνεύω να χαθώ..."

Διονύσιος Τσόκος "Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια"



Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Κυριακή απόγευμα

Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο "Δανδάλη". Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον "αχαΐρευτο" γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο. Οι γάτες να τρέχουν να κρυφτούν καθώς με το λάστιχο ποτίζουμε τις γλάστρες. Κι αφού τα νερά λιμνιάσουν στην πλακόστρωτη αυλή και τσαλαβουτήσουμε τα πόδια μας να δροσιστούμε, να με πάρεις τηλέφωνο. Φορώντας το λινό μου φόρεμα και με τα μαλλιά βρεγμένα ακόμα να'ρθω να σε βρω. Ν'ανέβουμε τα τείχη, στο θερινό κινηματογράφο, κρατώντας παγωμένες μπύρες απ'το απέναντι περίπτερο. Να βλέπαμε Γούντι Άλεν "Η κατάρα του Πράσινου Σκορπιού". Να γελάμε δυνατά και να μου κρατάς το χέρι. Κι ύστερα να μου αναλύσεις ποιός ήταν ο Wilbur de Paris κι εγώ να προσπαθώ να σε πείσω να πάμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη καθότι η Μαδαγασκάρη μας πέφτει μακριά. Κι αφού περπατήσουμε στα στενά της παλιάς πόλης, κρατώντας μου το χέρι πάντα, να φτάσουμε στο παρκαρισμένο μου αμάξι. Να σου χαμογελάσω, να μου κλείσεις το μάτι πονηρά και ν'αποχαιρετιστούμε προσδοκώντας το ξεκίνημα μιας νέας βδομάδας.

Να'τανε Κυριακή απόγευμα και να μου κράταγες το χέρι. Σφιχτά.


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Καθρέφτης

Μέχρι τώρα όλα ήταν καλά. Όλα τακτοποιημένα πίσω από βαρύγδουπες λέξεις. Λέξεις για όλες τις περιστάσεις. Ρήσεις, αποφθέγματα, φιλοσοφίες, ατάκες, στίχοι. Τα'χεις αποστηθίσει, σε βγάζαν συχνά από αδιέξοδο όταν συζητούσες με τους φίλους σου, όταν ήθελες να εντυπωσιάσεις τους γύρω σου, όποτε προσπαθούσες να κατακτήσεις νεαρές αέρινες υπάρξεις.

Μα έρχεται μια στιγμή που δεν τα'χεις υπολογίσει σωστά. Συνήθησες το καλοκαίρι, άφησες το παράθυρο μισάνοιχτο μα ο Σεπτέμβρης είναι απρόβλεπτος, μια κρύο μια ζέστη, και άξαφνα μες στη νυχτερινή σιγαλιά φυσάει πρώιμος αέρας εισβάλλοντας στο οχυρό σου.

Και βρίσκεται κείνο το λινό σεντόνι που ποτέ δεν τόλμησες ν'αγγίξεις, ποτέ δεν θέλησες να κατεβάσεις απ'τον τοίχο, τ'άφησες να κρέμεται, στερεωμένο με τα χρόνια από έντεχνα πλεγμένους ιστούς αράχνης. Μ'αυτό το αεράκι, αυτό το αθώο κι αιφνίδιο αεράκι τα ανατρέπει όλα. Παρασέρνει το σεντόνι στο πέρασμά του κι όπως κυματίζει πέφτοντας κατάχαμα, αποκαλύπτει έναν παγερό χλωμό καθρέφτη. Και στέκεσαι εκεί μπροστά μόνος, αντιμέτωπος με το είδωλό σου, τον εαυτό σου, την πραγματικότητα. Δεν είναι εκεί κανείς να σε υποστηρίξει, κανείς να μιλήσει για'σενα. Ούτε ο Καζαντζάκης, ούτε ο Καββαδίας, ούτε ο Μπρεχτ, ούτε ο Μόρισον.

Είναι η στιγμή σου. Να μιλήσεις. Ούτε πριν, ούτε μετά. Τώρα.








Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Καλημέρα

Μια λέξη αρκεί. Ν'ανοίγεις την εξώπορτα κι ένα φρέσκο αεράκι να πλημμυρίζει τα μαλλιά.
Μια λέξη αρκεί. Να ξεπροβάλλουν μες απ'τα τσιμεντένια πεζοδρόμια ινδικά φούλια κι αναρριχώμενοι κισσοί.
Μια λέξη αρκεί. Ν'ακούς ωδικά εξωτικά πουλιά την ώρα που διασχίζεις πεζός τη διάβαση ανάμεσα στο μποτιλιάρισμα.
Μια λέξη αρκεί. Οι γύρω σου να ψάχνουν τρόπο να προστατευτούν απ'τη βροχή μα εσύ να νοιώθεις άπλετο φως να σε λούζει.
Μια λέξη αρκεί. Μια.

Καλημέρα

[Ballon Girl]

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Αποχαιρετισμός


Αποχαιρετάς τον τόπο που σ'ανέθρεψε. Σε πίκρανε, το ξέρεις. Μα εσύ πάντα αναζητάς, ποτέ σου δε χορταίνεις. Τον βλέπεις; Μια πέτρα, ένας σκίνος και μια ακροθαλασσιά. Κι όσο απομακρύνεσαι, ο τόπος γίνεται γραμμή και η γραμμή κουκίδα. Και η κουκίδα σπόρος στην καρδιά που μέσα βαθιά φυτεύεις. Για να ποτίζεις με κρασί, με δάκρυ και με μέλι, μέχρι κείνο το Αυγουστιάτικο ξημέρωμα... Να ξαναρθεί! Να ανατείλει το μισοφέγγαρο με τον Αυγερινό αγκάλη, του πετεινού το κράξιμο στα όρη ν'αντιλαλήσει και ο σπόρος τούτος να ξεφυτρώσει, να σπάσει την πλακούρα που τον πολεμά και άρωμα από αγιόκλημα και λεμονιά η πλάση να μυρίσει.

Καλή αντάμωση...


Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: ΙΙΙ. το Κύμα

Έπειτα από αρκετή ώρα οδήγησης κι έχοντας διεκπεραιώσει ο Αντώνης την αποστολή του, μαζί με  τη Χρύσα έκατσαν στο ταβερνάκι του κυρ Μανόλη. Πάνω στη θάλασσα, μακριά από την πολυσύχναστη Κιτροπλατεία και την τουριστική λίμνη του Αγίου Νικολάου. Το σοκ ομολογουμένως που έπαθαν, όταν συναντήθηκαν στην αίθουσα αφίξεων έπειτα από την τηλεφωνική τους συνομιλία, ακόμα δεν το'χαν ξεπεράσει. Αυτές οι απίθανες συμπτώσεις που νομίζεις οτι συμβαίνουν μόνο σε ταινίες.
Μιλούσαν ασταμάτητα. Για όλα και για τίποτε. Για πολλά και για κανένα. Από εγωισμό, κανείς δεν αποκάλυψε τις σκέψεις και ματιές πριν συστηθούν στο Νίκος Καζαντζάκης.
      -Ο... ο κύριος Δεληγιάννης;
      -Αντώνης.
      -Α... Χρύσα. Χάρηκα.
Και τώρα κάθονται αντικριστά, καταβάλλοντας προσπάθεια να δείξουν χαλαροί κι αδιάφοροι, επιβεβαιώνοντας τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου σημασία δε μου δίνεις και τρελαίνεσαι
       -Τί ευτυχία να αγναντεύεις την θάλασσα. Είσαι πολύ 
        τυχερή που ζείς σ'ένα παραθαλάσσιο μέρος.
       -Ναι, ο ανοιχτός ορίζοντας κι αυτό το γαλάζιο...
        Δεν περιγράφονται με λέξεις. Και μου'χαν λείψει τον 
        τελευταίο καιρό στην Αθήνα.
       -Κι αυτός ο ήχος από το κύμα που σκάει πάνω στα βράχια.
       -Αυτή όμως η εικόνα δε σου βγάζει μια ματαιότητα;
       -Ματαιότητα;
       -Ναι, τα κύματα καταφέρνουν να ταξιδέψουν τόσα μίλια 
        για να θρυμματιστούν τελικά βάναυσα πάνω στα βράχια.
      -Κατάφεραν όμως να φτάσουν στον προορισμό τους. 
       Εξάλλου στο ταξίδι τους δεν ήταν μόνα. Και σκέψου κι 
       εκείνα τα τυχερά που συναντήθηκαν τυχαία και υπό 
       κατάλληλες συνθήκες, έτσι ώστε να ενώσουν τις δυνάμεις 
       τους. Ένα άθροισμα, μια συμβολή, μια επαλληλία 
       κυμάτων...
Η Χρύσα ήταν έτοιμη να διαφωνήσει. Κάτι πήγε να πει, που θυμήθηκε απ'το σχολείο, για τα μηχανικά κύματα και την μεταφορά ενέργειας και ύλης. Μα σταμάτησε. Μαλάκωσε. Γύρισε και κοίταξε τον Αντώνη μες στα μάτια. Στα ήρεμα καστανοπράσινα μεγάλα μάτια του. Χαμογέλασε.


       -Ήντα να σας κεράσουμε; Να βάλω μια ρακή; Κι έχω και 
         φρέσκο καρπούζι, ω το παντέρμο ωραίο.
       -Α, ξέρετε είμαι κουρασμένος από ταξίδι και δε θα'θελα να πιω...
Η Χρύσα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της προσπαθόντας να κάνει νόημα στον Αντώνη. Εκείνος απλά σταμάτησε την πρότασή του βλέποντας τον ηλιοκαμμένο κυρ Μανόλη να τον κοιτάζει με  βλέμμα κάτι μεταξύ απορίας και αποδοκιμασίας.
       -Νεαρέ, ο παππούς μου όταν ήμουνε κοπέλι μου'λεγε: 
       Όντε στο δίνουν το πράγμα, παίρνε το!
       Μιχάλη! Ε μωρέ Μιχάλη! Φέρε επαέ μια ρακή για το μουσαφίρη μας! 
       Άντε στην υγειά μας και πάντα με το καλό να σμίγουμε.
Ήρθε και το φρέσκο καρπούζι, κατέβηκε με περισσή ευκολία η παγωμένη ρακή, η ώρα πέρασε και ο Αντώνης έπρεπε σιγά σιγά να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Το πάρτυ στο Balux το'χε ήδη ξεχάσει. Η σκέψη να μην επέστρεφε Αθήνα εκείνο το βράδυ, είχε περάσει σίγουρα αρκετές φορές απ'το μυαλό του.
       -Να πάτε στην ευχή του Θεού και με το καλό να μας ξανάρθετε!
       -Τώρα που έμαθα το δρόμο εγώ να'στε σίγουρος οτι θα 
        σας ξανάρθω! Να'στε καλά, σας ευχαριστούμε πολύ για όλα.
       -Ευχαριστούμε κυρ Μανόλη!
       -Να'σαστε καλά μωρέ κοπέλια. Και θα σας πω δυο 
        μαντινάδες να βάλετε καλά στο νού σας:


Γιάϊντα τ'αμοναχό δεντρί ποτέ καρπό δε κάνει;
Γιατί το δέρνει η μοναξά, παράπονο το πιάνει.

Μα σαν είναι δυο δεντρά μαζί, ως κι αν τα δέρνει η μπόρα




Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: ΙΙ. η Χρύσα

    Η Χρύσα σωριάζεται στην πρώτη άδεια θέση που βλέπει μπροστά της. Αυτές τις καλοκαιρινές διακοπές, πίσω στο πατρικό της, τις λαχταρούσε εδώ και μήνες. Η τελευταία βδομάδα όμως δεν ήταν και η καλύτερή της. Ξεκίνησε με το απόγευμα της Δευτέρας πού την πήραν τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο που είχε δώσει συνέντευξη. 
    Δεσποινίς Μαθιουδάκη, σας ευχαριστούμε πολύ για το ενδιαφέρον σας να εργαστείτε στην εταιρία μας. Το βιογραφικό σας είναι πραγματικά αξιόλογο, δυστυχώς όμως τελικά δεν θα΄χουμε την χαρά να συνεργαστούμε μαζί σας. Σας ευχόμαστε κάθε καλύτερο.
     Στεναχωρήθηκε, το πήρε κατάκαρδα, βγήκε για μια μπύρα με την Αγγελική και τον Βασίλη στο Polis, συζήτησαν για την ανεργία που μαστίζει γύρω τους, τους φίλους τους, τη γενιά τους. Δεν ένοιωσε καλύτερα. Είδε όμως οτι δεν είναι η μόνη, ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, είναι ακόμα η αρχή και πρέπει να παλέψει, να μη το βάλει κάτω. "Καλοπελεκημένη πέτρα ποτέ δεν χάνεται" της έλεγε πάντα η μητέρα της. Γι'αυτό και η Χρύσα είχε επενδύσει στις σπουδές της. Νομική Αθηνών με υποτροφία από το ΙΚΥ και ένα εξάμηνο στo Juristische Fakultät der Universität Heidelberg μέσω προγράμματος Erasmus. Παρόλα αυτά χτες βγήκαν τ'αποτελέσματα του τελευταίου της μαθήματος για το πτυχίο. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας. Κόπηκε με 4.
      Μα με 4; Να κοπώ με 4; Τρείς φορές το έχω δώσει αυτό το μάθημα. Ήθελα να βρω και δουλειά, εδώ δε μπορώ να πάρω πτυχίο.  "Χρύσα, παιδί μου, η ζωή σου ανήκει. Το μόνο που θέλω είναι να σε βλέπω να προοδεύεις". Τώρα τί θα πώ στον πατέρα μου; Πλήρωσε μου για άλλον ένα χρόνο τα ενοίκια παρόλο που κι εσύ ζορίζεσαι και οι δουλειές στον Άγιο Νικόλαο δεν πάνε καλά.
     Μια καταιγίδα σκέψεων και συναισθημάτων πλημμύρισε τα καστανά της μάτια και κύλησε σαν χείμαρος στα ροδαλά της μάγουλα. Είναι οι στιγμές που ξυπνάει το απροστάτευτο παιδί μέσα σου, αναζητώντας μάταια την απάνεμη αγκαλιά της μάνας, να πέσεις μέσα και να κοιμηθείς σαν σε χειμερία νάρκη κι όταν ξυπνήσεις γύρω σου να είναι Άνοιξη. Η Χρύσα προσπάθησε πότε με τη λογική και πότε με τεχνάσματα ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και αναπνέοντας βαθιά κοιτώντας το ταβάνι, να σταματήσει τους λυγμούς της.
       Σύνελθε σε βλέπει κόσμος. Να, ο νεαρός απέναντι ήδη μ'έχει καρφώσει με το βλέμμα του. Κι είναι κι ωραίο παιδί. Κι είμαι κι εγώ στα μαύρα μου τα χάλια, ντύσιμο ό,τι βρήκα μπροστά μου, άβαφτη, αχτένιστη και μες στη κλάψα. Νομίζω στο iPad αυτή τη στιγμή το παλικάρι συνειρμικά πατάει το delete. Δε μας παρατάνε κι οι άντρες, τον χαβά τους έχουμε όλη μέρα να φτιάχνουμε τα νύχια μας. Τέτοιος τύπος φαίνεται, κουστουμαρισμένος, καλογυμνασμένος, κατηγορία Α. Σιγά μην κοιτάξει ο Α την Β. Ποιά Β, κατηγορία Ω είμαι. Θα μπορούσε πάντως ο κύριος Α αφού με βλέπει να σπαράζω, να μου δώσει έστω ένα χαρτομάντηλο. Δε φταίει αυτός, έχουμε πια γίνει τόσο απρόσωποι. Γύρω μας υπάρχει κόσμος που χρειάζεται έστω το χαμόγελό μας κι εμείς βυθιζόμαστε στον μικρόκοσμό μας χωρίς να βλέπουμε, χωρίς ν'ακούμε, χωρίς να νοιώθουμε.
    Το παράπονο της Χρύσας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε οτι ο περισσότερος κόσμος είχε σηκωθεί και είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Ο Α. είχε εξαφανιστεί από το οπτικό της πεδίο. Με την αστυνομική της ταυτότητα και την κάρτα επιβίβασης στάθηκε από τους τελευταίους στην ουρά να περάσει μέσα. Θέση 23Α. Εισερχόμενη, με την άκρη του ματιού της, είδε τον Α. να κάθεται στις πρώτες σειρές και να την παρατηρεί. Ντράπηκε, αναρωτήθηκε τί θα σκέφτεται γι'αυτήν στην κατάσταση που την είδε στην αίθουσα αναμονής. Προχώρησε, σήκωσε τον επιβάτη του διπλανού της καθίσματος για να περάσει στην θέση της, προσδέθηκε κι έγειρε το κεφάλι κοιτώντας έξω απ'το παράθυρο. Σύντομα, αφού απογειώθηκαν, την πήρε ο ύπνος.
      Φτάσαμε; Κιόλας; Κοιμήθηκα για τα καλά. Η Ντία! Ένας ξερός βράχος κι όμως το αίσθημα της ασφάλειας με γεμίζει κάθε φορά που την αντικρίζω. Σχεδόν άδειασε το αεροσκάφος, προχώρα Χρύσα. Κι είναι ανοιχτή μόνο η μπροστινή έξοδος. Κοίτα εδώ τί αφήνει ο καθένας πίσω του, ανοιγμένες συσκευασίες μπισκότων, πλαστικά ποτηράκια, εφημερίδες, πολλές εφημερίδες, σημειώσεις, ένας φάκελος δικογραφίας... τί;;; φάκελος δικογραφίας; αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό! Πού είναι μια αεροσυνοδός;
       Η Χρύσα άρπαξε τον φάκελο και κατευθύνθηκε με ταχύ βήμα προς την έξοδο. Υπήρχε ακόμα μια αεροσυνοδός έξω απ'την πόρτα στην σκάλα αποβίβασης. Οι τουρμπίνες δούλευαν ακόμα προκαλόντας τόσο θόρυβο που η επικοινωνία ήταν αδύνατη.
         -Καλή σας μέρα.
         -Ξέρετε βρήκα αυτό τον φάκελο.
         -Παρακαλώ προχωρήστε να προλάβετε το λεωφορειάκι.
         -Ναι αλλά κάποιος επιβάτης...
         -Δεν σας ακούω!
Καλά δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ. Εξάλλου έχει την σφραγίδα του δικηγόρου με κινητό τηλέφωνο επικοινωνίας. Θα τον καλέσω εγώ.
      Κατέβηκε την σκάλα και άνοιξε το κινητό της. Μέχρι να ενεργοποιηθεί και να βρεί σήμα, μπήκε στο λεωφορείο. Αρχίζει να πληκτρολογεί τον αριθμό του κινητού.
          -Παρακαλώ;
          -Ναι, γειά σας. Ο κύριος Δεληγιάννης;
          -Ο ίδιος.
          -Έχω στα χέρια μου έναν φάκελο που νομίζω σας ανήκει.
          Ήμουν επιβάτης της πτήσης από Αθήνα προς...
          -Πού βρίσκεστε αυτή τη στιγμή;
          -Τώρα περιμένω να πάρω την βαλίτσα μου και...
          -Ωραία, σας παρακαλώ πολύ, μπορώ να σας περιμένω στην
          έξοδο;







Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: I. o Αντώνης

-Για την διαπλάτυνση του δρόμου το οικόπεδο χρειάζεται να απαλλοτριωθεί, έχουμε τον φάκελο με το τοπογραφικό και χρειάζεται να γίνει έλεγχος στο υποθηκοφυλακείο.
-Και πού υπάγεται η περιοχή Σίι... Σίσσυ; Της γνωστής αυτοκράτειρ...
-χμ,M! Σίσι, Δήμος Βραχασίου, υποθηκοφυλακείο Νεαπόλεως, νομός Λασιθίου. Τί με κοιτάς; Παρασκευή αύριο κατεβαίνεις Κρήτη και θα πρέπει να μας στείλεις την αναφορά σου με φαξ αυθημερόν! Λοιπόν, η Νάντια σου έκλεισε εισητήρια, πετάς με την πρώτη πρωινή και επιστρέφεις το βράδυ, δε θυμάμαι τώρα ακριβώς θα στα στείλει με e-mail. Α, και θα σου δώσει κι ένα τηλέφωνο ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων από το αεροδρόμιο, πάρε τους για κανά FIATάκι, γιατί με τα ΚΤΕΛ δε θα βγάλεις άκρη.

    Τί ώρα επιστρέφω; 21.50!!! Όχι ρε παιδιά, θα χάσω τα γενέθλια της Λίνας στο Balux. Θα μπορούσα βέβαια να το πάρω σερί και να φύγω από Σπάτα κατευθείαν για Γλυφάδα. Αλλά, ναι οκ, δε μπορώ να κατέβω για δουλειά όλη μέρα με τα ίδια ρούχα και... ασ’τα να πάνε, α ρε Λίνα και στο’χα πεί καν’τα το Σάββατο καλύτερα.
    Ο Αντώνης έφυγε χαράματα από το σπίτι, πήρε έναν καφέ από την οδό Μαρασλή και κατέβηκε Ευαγγελισμό να πάρει το μετρό. Είναι 07.15 π.μ., έχει ήδη περάσει τον έλεγχο και περιμένει παίζοντας με το iPad να ανακοινωθεί η επιβίβαση για την πτήση των 07.40 από Αθήνα για Ηράκλειο. Ανάμεσα στον πρωινό λήθαργο και τον ανατέλλοντα ήλιο που τον χτυπάει από τη τζαμαρία της αίθουσας αναμονής, μια σκυθρωπή κοπέλα με καστανά ίσια μαλλιά από το απέναντι κάθισμα του τραβάει την προσοχή. Φοράει τζην, μαύρο φανελάκι, πέδιλο με πράσινο πεντικιούρ και ασορτί μανικιούρ.
     Μα τί κάνει; Κλαίει; Πωωω, φυσάει και τη μύτη της, βοήθεια! Ελπίζω να μη κάθεται δίπλα μου στ'αεροπλάνο. Στάνταρ την παράτησε ο "καλός" της κι έχει ξεσπάσει τώρα σε λυγμούς. Αχ, μικρά κι αθώα κοριτσάκια, μεγαλώνετε και συνειδητοποιείτε οτι ο έρωτας δεν είναι σαν τα παραμύθια της Disney, εσείς οι  πριγκίπισσες κι εμείς οι ιππότες που σκοτώνουν δράκους κι έχουν μάτια μόνο για εσάς. Ρε, αυτή κλαίει ακόμα. Έχουν πρηστεί τα μάτια της. Κι είναι τόσο όμορφες οι γυναίκες όταν κλαίνε... Κοκκινίζουν τα μάγουλα, τα χείλη. Μπας και της έχει συμβεί της κοπέλας κάτι σοβαρό; Κανά πρόβλημα υγείας; Μήπως να της μιλήσω; Ε, ψιτ εσύ! Πώς να την λένε; Ας πούμε η άγνωστη Χ. Λοιπόν, τί να της πω; Δεσποινίς Χ. η ζωή είναι ωραία, έλα μη στεναχωριέσαι, κανείς δε πέθανε από έρωτα, την υγειά μας να'χουμε... Όχι ασε, θα πω καμιά βλακεία και θα τα κάνω χειρότερα. Άσε που μπορεί να την τρομάξω. Ωραίο νύχι πάντως. Κι αυτό το κρεμαστό που φτάνει μέχρι το στήθος... Μα τί λέω πρωί-πρωί; Δε την παλεύω κι εγώ μου φαίνεται.
    Από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε η έναρξη επιβίβασης της πτήσης. Ο Αντώνης φύλαξε το iPad στην δικηγορική του τσάντα και σηκώθηκε απ'τους πρώτους. Κάνοντας τον αδιάφορο προχωρούσε βήμα βήμα στην ουρά, μα ευχόταν να είχε μάτια στην πλάτη του να δεί τί κάνει η άγνωστη Χ. Στο αεροπλάνο βρίσκει αμέσως την θέση του. 6F. Βγάζει τον φάκελο της δικογραφίας και φυλάει την τσάντα στο ντουλαπάκι των χειραποσκευών. Αφού δένει τη ζώνη παρακολουθεί έναν-έναν τους επιβάτες που εισέρχονται. Η άγνωστη Χ. δεν άργησε να εμφανιστεί, είχε σκουπίσει τα δάκρυά της μα τα μάτια της ήταν ακόμα πρησμένα. Ο Αντώνης ακολούθησε με το βλέμμα του την Χ. μα εκείνη ούτε που φάνηκε να τον προσέχει, ήταν ακόμα σκυθρωπή βυθισμένη στις σκέψεις της.
            -Εσείς, παρακαλώ, τί θα θέλατε;
            -Ένα χυμό πορτοκάλι. Ευχαριστώ.
     Κατά την διάρκεια της πτήσης ο Αντώνης άλλοτε ξεφύλλιζε το περιοδικό της αεροπορικής εταιρίας κι άλλοτε χάζευε απ'το παράθυρο το Αιγαίο. Το μυαλό του όμως τριγυρνούσε στην άγνωστη Χ. Αμφιταλαντευόταν αν ο λόγος ήταν έλξη λόγω εξωτερικής εμφάνισης ή ανησυχίας ως προς τον συνάνθρωπο που βλέπεις δίπλα σου να καταρρέει. Το είχε μετανοιώσει που δεν της μίλησε. Μα τώρα ήταν αργά. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
      Η προσγείωση στο "Νίκος Καζαντζάκης" ήταν όπως πάντα με τα φρένα στο φούλ, λίγο ακόμα και πέφτουν πάνω στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Ο Αντώνης σηκώθηκε από τους πρώτους να αποβιβαστεί. Έριξε μια τελευταία ματιά προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους αλλά μάταια, η άγνωστη Χ δε φαινόταν πουθενά. Κατά την μεταφορά στο αεροδρόμιο άνοιξε το κινητό τηλέφωνο. Μια κλήση και δυο μηνύματα. Η μέρα είναι ηλιόλουστη, η θάλασσα λάδι και ο Αντώνης μόλις αναρωτήθηκε γιατί δεν πήρε μαζί του το μαγιώ του. Φτάνει στην έξοδο. Πρέπει να καλέσει τον υπάλληλο των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων για να συναντηθούν.
     Πού την είχα βάλει την εκτύπωση του e-mail με τα στοιχεία του; Όχι, δεν είναι στη μπροστά θήκη... Ούτε στην άλλη... Α, ναι μωρέ μες στο φάκελο το'χα βάλει κι αυτό όταν έφυγα απ'το γραφείο. Φάκελος, φάκελος... Πού είναι ο φάκελος;;;
     Κρύος ιδρώτας ξαφνικά λούζει τον Αντώνη. Η αμήχανη στιγμή που οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται και το αίμα νοιώθεις ν'ανεβαίνει στο κεφάλι μουδιάζοντας τη σκέψη. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο. Άγνωστος αριθμός. Διστάζει.
              -Παρακαλώ;


      

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Uhrenparadoxon

Ladies and gentlemen, welcome to Munich Airport. Local time is 5.35 pm. The weather in Munich is mostly cloudy with showers and temperature up to 14 degrees Celsius. Please remain seated with your seat belt fastened until the seat belt sign is turned off. Thank you for flying with us and wish you a pleasant onward journey


"Ωραία, χτες έκανα μπάνιο στις παραλίες του Fort Lauderdale. Σήμερα θα μουχλιάσω κάτω από τον βαυαρικό ουρανό". Ο Πέτρος Μαντίδης (ή Μαντάϊδης όπως τον διαβάζουν συνήθως έξω) είναι λέκτορας Αστροφυσικής του Α.Π.Θ. Επιστρέφει Θεσσαλονίκη από συνέδριο στην Αμερική. Η ανταπόκριση για το SKG είναι την επομένη το πρωί στις 09.10 π.μ., συνεπώς διαμονή στο Μόναχο, αφορμή να δεί τον ακριβοθώρητο παλιόφιλο Ανέστη. Ένα τσιγάρο στην έξοδο του αεροδρομίου, αυστηρά δίπλα σε σταχτοδοχείο δαπέδου σε επιτρεπόμενο χώρο. Έχοντας αναπνεύσει λίγο φρέσκο αέρα σε συνδυασμό με 3-4 τζούρες καπνού μπαίνει στο πρώτο ταξί για τη πόλη. "Guten Abend! 51 Thierschstaße, bitte dich." Εντάξει, τα γερμανικά του δεν είναι και τα καλύτερα. Richeine Bitte και τα ρέστα...
Φτάνουν έξω από την πολυκατοικία. Κατεβαίνει γρήγορα απ'το ταξί γιατί εμποδίζουν το τραμ. Με το που πατάει το πόδι στη γη αρχίζει να βρέχει. Σέρνει στο πλακόστρωτο την βαλίτσα με τα ροδάκια και χτυπάει το κουδούνι. "Pronto?". "Σιγά μην είναι και Overlay. Άνοιξε ρε!". "Πετρή! Ανέβα στον 2ο!". Τον Ανέστη τον ξέρει από παιδί. Μαζί στο σχολείο, μαζί τα καλοκαίρια κατασκήνωση στη Χαλκιδική, μαζί και στο πανεπιστήμιο. Πάνε 25 χρόνια από τότε. Και 5 από την τελευταία φορά που ιδωθήκανε.
Τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος ο Πέτρος είχε την ψευδαίσθηση οτι έμπαινε στη μηχανή του χρόνου. Μπροστά του στέκεται ο Ανέστης, πανύψηλος 2 μέτρα μπόι (εντάξει 1,93) σα να μην πέρασε μια μέρα από την τελευταία φορά που τον είδε. Καλογυμνασμένος, με το ίδιο μαύρο t-shirt, το ίδιο jean πατελόνι, τον ίδιο nylor σκελετό. Μόνο το μαλλί είχε αρχίσει να γκριζάρει ελαφρώς και το δέρμα λίγο ξασπρισμένο ένεκα της έλλειψης ήλιου. Σε αντίθεση με τον Πέτρο που τώρα φοράει ό,τι του ψωνίζει η Σοφία από τη Τσιμισκή, σακάκι, πόλο μπλούζα, μοκασίνια, στο κούτελο τα ποτάμια τείνουν να γίνουν φαλάκρα και από φυσική κατάσταση η μπάκα του έχει μεγαλώσει αισθητά αφού η μόνη γυμναστική που κάνει είναι να σηκώνει τα ψώνια απ'τον Μασούτη και να μη χρησιμοποιεί ποτέ το ασανσέρ, πάντα από τις σκάλες, λόγω κλειστοφοβίας. Ίσως και καμιά ποδηλατάδα με την μονάκριβη κόρη του Στέλλα όταν είναι καλός ο καιρός. Κι αν δεν τρέχει Θεσσαλονίκη-Γρεβενά για το καινούργιο αστεροσκοπείο στα βουνά του Όρλιακα. 
-Μπαγάσα, μαγείρεψες τίποτα της προκοπής ή θα φάμε λουκάνικα με πατάτες και μπύρες;
-Καλά ρε, έρχεσαι πρώτη φορά Μόναχο και θα φάμε ετοιματζίδικα; Αφού με ξέρεις, η μαγειρική για'μένα είναι τέχνη! Ετοιμάζω τη σπεσιαλιτέ μου: Tagliatelle Portofino. Εξαιρετική συνταγή, μου την είχε μάθει η Secilia όταν ήμουν Ρώμη.
-Α, ναι η Secilia. Τί απέγινε; Φοβερή τύπισσα...
-Πού να ξέρω. Έτσι όπως της φέρθηκα, δεν ξαναμιλήσαμε και ποτέ. Είχα μάθει κάποια στιγμή οτι ήταν Τορίνο.
-Μάλιστα... Και για πες, τί λέει το Max-Planck;
-Μια χαρά. Την έχω βρεί εδώ. Τον περασμένο Μάρτιο έκλεισα 8 χρόνια. Τη String Theory βέβαια ακόμα να την αποδείξουμε.
-Ασχολείσαι με άλλα string εσύ, πού να βρείς χρόνο...
-Χαχαχα, ναι ρίχνω και καμιά πενιά με τη κιθάρα μου!
-Μαλαγάνα...
-Λοιπόν, πάω να ετοιμάσω το φαγητό. Άραξε εσύ.
Το διαμέρισμα ήταν σε παλιά πολυκατοικία που αν και είχε εξωτερικά διατηρήσει την baroque αρχιτεκτονική, εσωτερικά ήταν αρκετά μοντέρνα. Η διακόσμηση του καθιστικού απλή όπως κάθε εργένη. Ένας δερμάτινος, μάλλον μεταγχειρισμένος καναπές, ένα γραφείο που είχε πάνω από επιστημονικά άρθρα μέχρι παρτιτούρες και φιλτράκια, μια ραφιέρα γεμάτη βιβλία κι ένα φωτιστικό δαπέδου απ'το ΙΚΕΑ. Α, και ο Πίπης! Ο κλασικός κεραμυδόγατος, ίσως η μόνη σταθερή παρέα του Ανέστη τα τελευταία 10 χρόνια. Ο Πέτρος ακούμπησε στο φαρδύ εσωτερικό περβάζι του παραθύρου. Αριστερά του ένας ολόκληρος πύργος από CD. Μάλαμας, Αλεξίου, Παπακων/νου Θανάσης, Αλκίνοος, Αρβανιτάκη, Σαββόπουλος, Χαρούλης. Κοιτούσε το εσωτερικό του σπιτιού. Ίσως ήταν ο καιρός, ίσως οι τόσες ώρες ταξίδι, ένα κρύο αίσθημα τον έζωσε. Που'ναι ένα βάζο με λουλούδια, μια φοντανιέρα με σοκολατάκια, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια κορνίζα ενός οικείου προσώπου...
-Λοιπόν, έτοιμο το φαγητό! Θες να καθήσουμε εδώ ή να πάμε μέσα στη κουζίνα;
-Κάτσε εδώ μωρέ, μη κάθεσαι τώρα να στρώνεις και τραπέζια. Ξένος είμαι;
-Ξένος; Εσύ είσαι αδερφός ρε Πετρή! Δίδυμους δε μας έλεγαν στο σχολείο;
-Τώρα εγώ μελαχροινός 1,75 κι εσύ καστανόξανθος 1,93 ποτέ δε κατάλαβα το χαρακτηρισμό αυτό, πραγματικά!
-Σχήμα λόγου, άσε που μπορεί να'μασταν διζυγωτικά δίδυμα.
-Καλά εντάξει δε βάζουμε να φάμε τώρα γιατί η μακαρονάδα μου έχει σπάσει τη μύτη;
Γέμισαν τα πιάτα κι ήρθαν πίσω στο καθιστικό. Ο Πέτρος στον καναπέ κι ο Ανέστης στη πολυθρόνα του γραφείου του με τον Πίπη να γουργουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του.
-Αχόρταγο γατί, πάλι θες να φας; Νιάου; Δε σ'άρεσαν οι κροκέτες σου μύρισαν οι ταλιατέλες. Λυπάμαι αλλά δεν έχει για'σένα.
-Εξαιρετική η μακαρονάδα Ανέστη!
-Κάτσε έχω πάρει κι ένα κρασί να πιούμε. Ένα ισπανικό Chardonnay από τη Navarra, χρονιάς 2007.
-Την τελευταία φορά που σε είδα πίναμε ρετσίνες στην Άθωνος.
-Ναι.
-Πέρασαν 5 χρόνια.
-[σιωπή] Ναι.
-[σιωπή] Ήταν το πρώτο καλοκαίρι μετά που πέθανε ο πατέρας σου.
-[σιωπή] Ναι.
-Τί ναι και ναι; Γιατί έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου ρε Ανέστη;
Ο Ανέστης άνοιξε το κρασί και σέρβιρε με τελετουργικό τρόπο τα ποτήρια. Άφησε το μπουκάλι στο γραφείο και συνέχισε να πιρουνίζει το πιάτο του.
-Καλά αν δε θες να το συζητήσουμε ασ'το, να σε δω ήρθα και να μου πεις τα νέα σου, όχι...
-Ρε Πέτρο... Νομίζω είναι απλό. Απ'τη Θεσσαλονίκη λείπω χρόνια. Κι αφότου έφυγαν και οι δυο μου γονείς, δεν έχω πολλά να με τραβάνε πίσω πέραν από αναμνήσεις. Κι ένα-δυο καλούς φίλους. Έχω όμως άλλους τόσους και περισσότερους εδώ, στη Ρώμη, στη Στοκχόλμη, στην Αργεντινή.
-Δεν είναι το ίδιο.
-Ναι, δεν είναι το ίδιο συμφωνώ. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια χαλαρώνουν οι συναισθηματικοί δεσμοί. Εσύ ήσουν τυχερός, βρήκες δουλειά, έφτιαξες οικογένεια.
-Οικογένεια κι εσύ θα μπορούσες να είχες φτιάξει.
-Δε βρέθηκε ποτέ η κατάλληλη.
-Ναι, πες μας τώρα οτι δεν είχες και επιλογές.
-Δεν είπα αυτό. Η μόνη γυναίκα που αγάπησα πραγματικά ήταν η  Ιωάννα. Έφυγα για διδακτορικό στη Στοκχόλμη, δε της έδωσα καμία προοπτική, καμία ασφάλεια κι όταν επέστρεψα είχε γνωρίσει το Μάνο. The show must go on.
-Και ξανάφυγες. Θυμάμαι τη συζήτηση πριν φύγεις για το postdoc στη Ρώμη. "Θέλω να είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι. Να ζήσω σε νέους τόπους, να γνωρίσω νέους ανθρώπους. Να είμαι ελεύθερος."
-Έτσι ακριβώς. Και νομίζω τα κατάφερα!
Ο Πέτρος σιώπησε. Το βλέμμα του καρφώθηκε στις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι. Σκέφτηκε πως τελικά όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος δεν είχε μπεί σε μηχανή του χρόνου. Αντιθέτως, αυτός είχε παραμείνει στη Γη αφήνοντας τον χρόνο να κυλάει κανονικά. Ο Ανέστης ήταν εκείνος που ταξίδεψε σε μακρινό αστέρι με ταχύτητα φωτός. Το παράδοξο των διδύμων. Και τώρα εμφανίζεται μπροστά του σα να μην έχει αλλάξει τίποτα, σα να μη γέρασε ποτέ, αιώνιος έφηβος, αιώνιος φοιτητής. Φοβούμενος να πληγωθεί ξανά, χάθηκε στο αφιλόξενο και παγωμένο διάστημα, έμεινε μόνος και τελικά αγάπησε τον εαυτό του. Σκέφτηκε τη Σοφία. Τη πρώτη τους νύχτα, τα όνειρα που έκαναν, τη πρόταση γάμου, τον ερχομό της Στέλλας, τα γέλια και τα δάκρυα, τις δύσεις και τις ανατολές. Ο Πέτρος τινάχτηκε από το έντονο θόρυβο του συρμού του τραμ. Γύρισε και κοίταξε τον Ανέστη. Τελικά είναι όλα μια ζαριά ή θέμα επιλογών;
-Ναι, Ανέστη. Τελικά τα κατάφερες...


Layover

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

miGrand Soul

Στις Βούτες¹ πηγαινοέρχομαι τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής μου. 10 χρόνια! Είναι η δεύτερη γειτονιά μου αναμφίβολλα. Γνώστης όλων των πιθανών διαδρομών σπιθαμή προς σπιθαμή, είναι αυτό που λένε "πάει και με κλειστά μάτια". Moby "Why does my heart feel so bad?" στη διαπασών, διασχίζοντας τους αμπελώνες και τις αιωνόβιες ελιές. Ανατολικά τα Λασιθιώτικα βουνά κι ο Γιούχτας, το πρόσωπο του Δία, δυτικά ο Στρούμπουλας και τα Ρεθεμνιώτικα βουνά με την κορφή του Ψηλορείτη να ξεχωρίζει. Ενίοτε η πορεία σου διακόπτεται από κάποιο κοπάδι πρόβατα, όχι δεν είναι υπερβολή, η περιοχή προσφέρει πλούσιους βοσκότοπους καίτοι εντός αστικής ζώνης. "Παντέρμη Κρήτη" που λέει συχνά ένας φίλος.

Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής στη Χώρα, σ'ένα από τα πολυσύχναστα φανάρια (της υπομονής), παρατηρεί κανείς την παρουσία ένος νεαρού άνδρα άξιου λόγου. Ξένης καταγωγής, ηλιοκαμμένος, ντυμένος πρόχειρα ποτέ όμως ακατάστατα. Η πρώτη αντίδραση μου ήταν να σκεφτώ "άλλος ένας ενοχλητικός επαίτης των φαναριών". Πείτε με παράξενη, πείτε με σχιζοφρενή αλλά με το αμάξι μου έχω ένα θεματάκι. Αρνούμαι το καθάρισμα παρμπρίζ χωρίς την άδειά μου, εκνευρίζομαι όταν τοποθετούνται διαφημιστικά στους υαλοκαθαριστήρες, δεν ανέχομαι να δέχομαι "απειλές" στο όνομα της φιλανθρωπίας εκμεταλλευόμενοι το γεγονός οτι είμαι εγκλωβισμένη στη κίνηση και το μποτιλιάρισμα. Για να μην ανοίξω το φάκελο ανθρώπινα δικαιώματα, εκμετάλευση ανηλίκων, οργανωμένα κυκλώματα επαιτείας...

Ο συγκεκριμένος άνδρας όμως καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή χωρίς να προκαλεί, χωρίς να σου δημιουργεί οίκτο, χωρίς καν να σου ζητά βοήθεια. Το βασικό στοιχείο που σου κάνει εντύπωση πάνω του είναι το καθαρό χαμόγελο και η ηρεμία στο πρόσωπό του. Σπάνια χαρακτηριστικά στις μέρες μας. Περνάει από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, με τον καθαριστήρα στον ώμο χαιρετά τους οδηγούς έναν έναν. Αν έχεις το παράθυρό σου ανοιχτό θα σε ρωτήσει αν πάει καλά η δουλειά, τί κάνει η οικογένειά σου, θα σου ευχηθεί καλή συνέχεια και θα προχωρήσει στον επόμενο. Μια μέρα γυρνούσα από το εργαστήριο. Ήταν τα γενέθλιά μου, είχαν πάει καλά τα πειράματα, ήμουν ευδιάθετη. Άνοιξα το τζάμι και του έδωσα ένα ποσό μικρό για εμένα (τότε τουλάχιστον) σημαντικό για εκείνον όμως. "Κράτησε αυτά χωρίς να μου καθαρίσεις το παμπρίζ, δε θέλω, να'σαι καλά!". Δίστασε, δεν ήθελε να δεχτεί τα χρήματα, επέμεινα. Με κοίταξε στα μάτια. "Μα γιατί δίνεις αγάπη εμένα; Πρέπει κι εγώ κάνω κάτι για'σένα.". Αμέσως άναψε το φανάρι πράσινο, του χαμογέλασα κι έφυγα. Στο δρόμο οι σπαστές του λέξεις ηχούσαν στ'αυτιά μου. "Δίνεις αγάπη εμένα". "Κάνω κάτι για'σένα".

Όχι δε με νοιάζει τ'όνομά σου. Δε με νοιάζει από πού είσαι κι ούτε πώς βρέθηκες στο τόπο που ζω. Με νοιάζει που άφησες πίσω σου την οικογένεια, τους παλιούς σου συμμαθητές, τον τόπο που μεγάλωσες κι όμως χαμογελάς. Με νοιάζει το οτι δεν έχεις κάποια δουλειά υψηλών αποδοχών, ούτε σπίτι με θέα και κήπο, ούτε αυτοκίνητο με αεροτομή και αισθητήρες παρκαρίσματος κι όμως είσαι ευχαριστημένος. Κατάφερες να βρείς την ευτυχία και την ισορροπία μέσα από πιο απλά και ουσιαστικά πράγματα. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, αντικρίζοντας την περιφρόνηση, την αποδοκιμασία, την άνιση αντιμετώπιση, εσύ στέκεσαι όρθιος και δίνεις θετική ενέργεια και μαθήματα ανθρωπιάς. Σε ζηλεύω.
 






¹ εν συντομία η περιοχή Βασιλικά Βουτών, 5 χλμ ΝΔ του Ηρακλείου, 7,5 χλμ πριν από το χωριό Βούτες.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Αφροδίτη

[Celestial twins]

"...Άστρο θαμπό του πρωινού
για χάρη σου αγρυπνούμε
και τούτη η μέρα ας μας βρει
μ' αυτούς που αγαπούμε..."


υγ. Η φωτογραφία δείχνει τη σύζευξη Αφροδίτης-Δία που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες στον έναστρο ουρανό. Ώς άστρο του πρωινού νοείται ο Αυγερινός, δηλαδή ο πλανήτης Αφροδίτη κι είναι το ίδιο "αστέρι" με τον Αποσπερίτη, εξαρτάται από την εκάστοτε σχετική θέση της Αφροδίτης με τη Γη.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Ωδή

"Attention à la marche en descendant du train". Η Odette ακολουθεί την ίδια διαδρομή κάθε πρωί για τη δουλειά. Από Massy-Palaiseau φτάνει Denfert-Rochereau με τον RER B και από κεί τέσσερις στάσεις με το Metro και 3 λεπτά περπάτημα ως το Institut Pasteur. Η ώρα είναι 8.37 και ο συρμός έχει κολλήσει εδώ και ένα τέταρτο. Πάλι κάποιος θα έπεσε στις ράγες. Δεν άντεξε την πίεση; Δεν άντεξε τη μιζέρια; Ήταν σχιζοφρενής; Ποτέ δε μαθαίνεις. Ή μπορεί να'ταν ατύχημα. Όπως εκείνη η κοπέλα, ένα χρόνο πριν. Στεκόταν στην αποβάθρα, ώρα αιχμής, ο κόσμος στιβαγμένος έτοιμος να σαρδελοποιηθεί μες στο τρένο. Και κάποιος απρόσεκτος, ανίδεος, βιαστικός ή μήπως κι αυτός σχιζοφρενής (;) έδωσε το μοιραίο σπρώξιμο. Κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Όλοι έγιναν μάρτυρες μιας τραγωδίας. Είναι οι στιγμές που νοιώθεις τόσο μικρός, τόσο υπόδουλος, ασήμαντο κομμάτι μιας μάζας, έρμαιο της αστικής ζούγκλας αγωνιζόμενος για επιβίωση.

Παρίσι, η πόλη του φωτός. Θυμάται ακόμα τον ενθουσιασμό της όπως κάθε πρωτοετής φοιτητής. Βόλτες με το ποδήλατο στους κήπους του Λουξεμβούργου, βραδιές jazz στη Μονμάρτη και άφθονο γαλλικό κράσι δίπλα στον Σηκουάνα. Μα τώρα είναι αλλιώς. Πέρασαν τα χρόνια, δεν είναι πλέον η ενθουσιώδης φοιτητριούλα, άλλαξαν οι ανάγκες. Κι ο Pier; Αχ, Pier...

-Θα πάω Σαγκάη. Φαίνεται καλή ευκαιρία. Κι αν τα πράγματα δε πάνε καλά, ehh... je ne sais pas. Θα τα παρατήσουμε όλα. Θα βρούμε ένα νησί να ζήσουμε ανεξάρτητοι. Εγώ κι εσύ. Τί λες;
-Να πάμε στις Αζόρες!
-Αζόρες; Τέλεια! Εγώ θα ψαρεύω τόννους.
-Αχ, εγώ θ'ανοίξω ενα μικρό pâtisserie και θα φτιάχνω σπιτικές κρέπες, croissants και crème brûlée.
-Και... Θα σου κάνω, μμμ... deux enfants!!!
-Trois. Non, QUATRE!
-Αχαχαχαχα...
-Χαχαχαχα...!

Έχει περάσει πολύς καιρός από εκείνη τη βραδιά. Ο Pier είναι ακόμα στη Σαγκάη κι η Odette ακόμα στο Παρίσι. Ποτέ δεν του το'χει αποκαλύψει αλλά ακόμα αναπολεί εκείνη τη νύχτα.  Κάποια βράδια που ξεμένει μόνη στο εργαστήριο, κι ο Pier λόγω διαφοράς ώρας δεν είναι στο skype, ανοίγει τον χάρτη στο διαδίκτυο, βλέπει εικόνες από τις Αζόρες και ακούει το Cancao do Mar. Ξέρει οτι είναι απλά ένα όνειρο που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί. Το χρειάζεται όμως αυτό το όνειρο. Το διατηρεί ζωντανό μέσα της. Για να καταφέρει να επιβιώσει...


Não vou ao mar cruel
E nem lhe digo aonde eu fui cantar
Sorrir, bailar, viver, sonhar...contigo

(I will not go out to the cruel sea
And I won't disclose where I went to sing
To smile, to dance, to live, to dream... with you)

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Αστερούσια Όρη



Παίρνουμε τους δρόμους με κρύο και βροχή, ψάχνοντας για βενζινάδικο χρονιάρες μέρες. Κι ας μυρίζει κατσίγαρος στη διαδρομή, εμείς θα δοξάζουμε την αθάνατη κρητική φύση. Κι ας σκάσει απ'τις πολλές λακούβες λάστιχο, τίποτα δε μας σταματά το αλλάζουμε συνδυάζοντας τεχνογνωσία και ομαδικότητα. Φτάνουμε στ' Αστερούσια όρη. Θα χρειαστεί ν'ανάψουμε τα φώτα ομίχλης μέρα μεσημέρι όμως εμείς θα συνεχίσουμε ν'ανεβαίνουμε και θα'χει γεμίσει παντού το αμάξι λάσπες αλλά εμείς θα το απολαμβάνουμε. Κι εκεί ψηλά στο κρύο, ανάμεσα στους τρόχαλους και στσ' ασπαλάθους μας περιμένει βραστό πιλάφι, λουκάνικο ξυδάτο και αθότυρος. Ανάβουμε το τζάκι, πιάνουμε το λαούτο, βγάζουμε και τη ρακί. Κι εκεί γύρω από τη φωτιά με τον ήχο της βροχής πάνω στα κεραμίδια θα γελάσουμε, θα τραγουδήσουμε, θα χορέψουμε...