Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: ΙΙ. η Χρύσα

    Η Χρύσα σωριάζεται στην πρώτη άδεια θέση που βλέπει μπροστά της. Αυτές τις καλοκαιρινές διακοπές, πίσω στο πατρικό της, τις λαχταρούσε εδώ και μήνες. Η τελευταία βδομάδα όμως δεν ήταν και η καλύτερή της. Ξεκίνησε με το απόγευμα της Δευτέρας πού την πήραν τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο που είχε δώσει συνέντευξη. 
    Δεσποινίς Μαθιουδάκη, σας ευχαριστούμε πολύ για το ενδιαφέρον σας να εργαστείτε στην εταιρία μας. Το βιογραφικό σας είναι πραγματικά αξιόλογο, δυστυχώς όμως τελικά δεν θα΄χουμε την χαρά να συνεργαστούμε μαζί σας. Σας ευχόμαστε κάθε καλύτερο.
     Στεναχωρήθηκε, το πήρε κατάκαρδα, βγήκε για μια μπύρα με την Αγγελική και τον Βασίλη στο Polis, συζήτησαν για την ανεργία που μαστίζει γύρω τους, τους φίλους τους, τη γενιά τους. Δεν ένοιωσε καλύτερα. Είδε όμως οτι δεν είναι η μόνη, ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, είναι ακόμα η αρχή και πρέπει να παλέψει, να μη το βάλει κάτω. "Καλοπελεκημένη πέτρα ποτέ δεν χάνεται" της έλεγε πάντα η μητέρα της. Γι'αυτό και η Χρύσα είχε επενδύσει στις σπουδές της. Νομική Αθηνών με υποτροφία από το ΙΚΥ και ένα εξάμηνο στo Juristische Fakultät der Universität Heidelberg μέσω προγράμματος Erasmus. Παρόλα αυτά χτες βγήκαν τ'αποτελέσματα του τελευταίου της μαθήματος για το πτυχίο. Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας. Κόπηκε με 4.
      Μα με 4; Να κοπώ με 4; Τρείς φορές το έχω δώσει αυτό το μάθημα. Ήθελα να βρω και δουλειά, εδώ δε μπορώ να πάρω πτυχίο.  "Χρύσα, παιδί μου, η ζωή σου ανήκει. Το μόνο που θέλω είναι να σε βλέπω να προοδεύεις". Τώρα τί θα πώ στον πατέρα μου; Πλήρωσε μου για άλλον ένα χρόνο τα ενοίκια παρόλο που κι εσύ ζορίζεσαι και οι δουλειές στον Άγιο Νικόλαο δεν πάνε καλά.
     Μια καταιγίδα σκέψεων και συναισθημάτων πλημμύρισε τα καστανά της μάτια και κύλησε σαν χείμαρος στα ροδαλά της μάγουλα. Είναι οι στιγμές που ξυπνάει το απροστάτευτο παιδί μέσα σου, αναζητώντας μάταια την απάνεμη αγκαλιά της μάνας, να πέσεις μέσα και να κοιμηθείς σαν σε χειμερία νάρκη κι όταν ξυπνήσεις γύρω σου να είναι Άνοιξη. Η Χρύσα προσπάθησε πότε με τη λογική και πότε με τεχνάσματα ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και αναπνέοντας βαθιά κοιτώντας το ταβάνι, να σταματήσει τους λυγμούς της.
       Σύνελθε σε βλέπει κόσμος. Να, ο νεαρός απέναντι ήδη μ'έχει καρφώσει με το βλέμμα του. Κι είναι κι ωραίο παιδί. Κι είμαι κι εγώ στα μαύρα μου τα χάλια, ντύσιμο ό,τι βρήκα μπροστά μου, άβαφτη, αχτένιστη και μες στη κλάψα. Νομίζω στο iPad αυτή τη στιγμή το παλικάρι συνειρμικά πατάει το delete. Δε μας παρατάνε κι οι άντρες, τον χαβά τους έχουμε όλη μέρα να φτιάχνουμε τα νύχια μας. Τέτοιος τύπος φαίνεται, κουστουμαρισμένος, καλογυμνασμένος, κατηγορία Α. Σιγά μην κοιτάξει ο Α την Β. Ποιά Β, κατηγορία Ω είμαι. Θα μπορούσε πάντως ο κύριος Α αφού με βλέπει να σπαράζω, να μου δώσει έστω ένα χαρτομάντηλο. Δε φταίει αυτός, έχουμε πια γίνει τόσο απρόσωποι. Γύρω μας υπάρχει κόσμος που χρειάζεται έστω το χαμόγελό μας κι εμείς βυθιζόμαστε στον μικρόκοσμό μας χωρίς να βλέπουμε, χωρίς ν'ακούμε, χωρίς να νοιώθουμε.
    Το παράπονο της Χρύσας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε οτι ο περισσότερος κόσμος είχε σηκωθεί και είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Ο Α. είχε εξαφανιστεί από το οπτικό της πεδίο. Με την αστυνομική της ταυτότητα και την κάρτα επιβίβασης στάθηκε από τους τελευταίους στην ουρά να περάσει μέσα. Θέση 23Α. Εισερχόμενη, με την άκρη του ματιού της, είδε τον Α. να κάθεται στις πρώτες σειρές και να την παρατηρεί. Ντράπηκε, αναρωτήθηκε τί θα σκέφτεται γι'αυτήν στην κατάσταση που την είδε στην αίθουσα αναμονής. Προχώρησε, σήκωσε τον επιβάτη του διπλανού της καθίσματος για να περάσει στην θέση της, προσδέθηκε κι έγειρε το κεφάλι κοιτώντας έξω απ'το παράθυρο. Σύντομα, αφού απογειώθηκαν, την πήρε ο ύπνος.
      Φτάσαμε; Κιόλας; Κοιμήθηκα για τα καλά. Η Ντία! Ένας ξερός βράχος κι όμως το αίσθημα της ασφάλειας με γεμίζει κάθε φορά που την αντικρίζω. Σχεδόν άδειασε το αεροσκάφος, προχώρα Χρύσα. Κι είναι ανοιχτή μόνο η μπροστινή έξοδος. Κοίτα εδώ τί αφήνει ο καθένας πίσω του, ανοιγμένες συσκευασίες μπισκότων, πλαστικά ποτηράκια, εφημερίδες, πολλές εφημερίδες, σημειώσεις, ένας φάκελος δικογραφίας... τί;;; φάκελος δικογραφίας; αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό! Πού είναι μια αεροσυνοδός;
       Η Χρύσα άρπαξε τον φάκελο και κατευθύνθηκε με ταχύ βήμα προς την έξοδο. Υπήρχε ακόμα μια αεροσυνοδός έξω απ'την πόρτα στην σκάλα αποβίβασης. Οι τουρμπίνες δούλευαν ακόμα προκαλόντας τόσο θόρυβο που η επικοινωνία ήταν αδύνατη.
         -Καλή σας μέρα.
         -Ξέρετε βρήκα αυτό τον φάκελο.
         -Παρακαλώ προχωρήστε να προλάβετε το λεωφορειάκι.
         -Ναι αλλά κάποιος επιβάτης...
         -Δεν σας ακούω!
Καλά δεν θα συνεννοηθούμε ποτέ. Εξάλλου έχει την σφραγίδα του δικηγόρου με κινητό τηλέφωνο επικοινωνίας. Θα τον καλέσω εγώ.
      Κατέβηκε την σκάλα και άνοιξε το κινητό της. Μέχρι να ενεργοποιηθεί και να βρεί σήμα, μπήκε στο λεωφορείο. Αρχίζει να πληκτρολογεί τον αριθμό του κινητού.
          -Παρακαλώ;
          -Ναι, γειά σας. Ο κύριος Δεληγιάννης;
          -Ο ίδιος.
          -Έχω στα χέρια μου έναν φάκελο που νομίζω σας ανήκει.
          Ήμουν επιβάτης της πτήσης από Αθήνα προς...
          -Πού βρίσκεστε αυτή τη στιγμή;
          -Τώρα περιμένω να πάρω την βαλίτσα μου και...
          -Ωραία, σας παρακαλώ πολύ, μπορώ να σας περιμένω στην
          έξοδο;







Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Επαλληλία: I. o Αντώνης

-Για την διαπλάτυνση του δρόμου το οικόπεδο χρειάζεται να απαλλοτριωθεί, έχουμε τον φάκελο με το τοπογραφικό και χρειάζεται να γίνει έλεγχος στο υποθηκοφυλακείο.
-Και πού υπάγεται η περιοχή Σίι... Σίσσυ; Της γνωστής αυτοκράτειρ...
-χμ,M! Σίσι, Δήμος Βραχασίου, υποθηκοφυλακείο Νεαπόλεως, νομός Λασιθίου. Τί με κοιτάς; Παρασκευή αύριο κατεβαίνεις Κρήτη και θα πρέπει να μας στείλεις την αναφορά σου με φαξ αυθημερόν! Λοιπόν, η Νάντια σου έκλεισε εισητήρια, πετάς με την πρώτη πρωινή και επιστρέφεις το βράδυ, δε θυμάμαι τώρα ακριβώς θα στα στείλει με e-mail. Α, και θα σου δώσει κι ένα τηλέφωνο ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων από το αεροδρόμιο, πάρε τους για κανά FIATάκι, γιατί με τα ΚΤΕΛ δε θα βγάλεις άκρη.

    Τί ώρα επιστρέφω; 21.50!!! Όχι ρε παιδιά, θα χάσω τα γενέθλια της Λίνας στο Balux. Θα μπορούσα βέβαια να το πάρω σερί και να φύγω από Σπάτα κατευθείαν για Γλυφάδα. Αλλά, ναι οκ, δε μπορώ να κατέβω για δουλειά όλη μέρα με τα ίδια ρούχα και... ασ’τα να πάνε, α ρε Λίνα και στο’χα πεί καν’τα το Σάββατο καλύτερα.
    Ο Αντώνης έφυγε χαράματα από το σπίτι, πήρε έναν καφέ από την οδό Μαρασλή και κατέβηκε Ευαγγελισμό να πάρει το μετρό. Είναι 07.15 π.μ., έχει ήδη περάσει τον έλεγχο και περιμένει παίζοντας με το iPad να ανακοινωθεί η επιβίβαση για την πτήση των 07.40 από Αθήνα για Ηράκλειο. Ανάμεσα στον πρωινό λήθαργο και τον ανατέλλοντα ήλιο που τον χτυπάει από τη τζαμαρία της αίθουσας αναμονής, μια σκυθρωπή κοπέλα με καστανά ίσια μαλλιά από το απέναντι κάθισμα του τραβάει την προσοχή. Φοράει τζην, μαύρο φανελάκι, πέδιλο με πράσινο πεντικιούρ και ασορτί μανικιούρ.
     Μα τί κάνει; Κλαίει; Πωωω, φυσάει και τη μύτη της, βοήθεια! Ελπίζω να μη κάθεται δίπλα μου στ'αεροπλάνο. Στάνταρ την παράτησε ο "καλός" της κι έχει ξεσπάσει τώρα σε λυγμούς. Αχ, μικρά κι αθώα κοριτσάκια, μεγαλώνετε και συνειδητοποιείτε οτι ο έρωτας δεν είναι σαν τα παραμύθια της Disney, εσείς οι  πριγκίπισσες κι εμείς οι ιππότες που σκοτώνουν δράκους κι έχουν μάτια μόνο για εσάς. Ρε, αυτή κλαίει ακόμα. Έχουν πρηστεί τα μάτια της. Κι είναι τόσο όμορφες οι γυναίκες όταν κλαίνε... Κοκκινίζουν τα μάγουλα, τα χείλη. Μπας και της έχει συμβεί της κοπέλας κάτι σοβαρό; Κανά πρόβλημα υγείας; Μήπως να της μιλήσω; Ε, ψιτ εσύ! Πώς να την λένε; Ας πούμε η άγνωστη Χ. Λοιπόν, τί να της πω; Δεσποινίς Χ. η ζωή είναι ωραία, έλα μη στεναχωριέσαι, κανείς δε πέθανε από έρωτα, την υγειά μας να'χουμε... Όχι ασε, θα πω καμιά βλακεία και θα τα κάνω χειρότερα. Άσε που μπορεί να την τρομάξω. Ωραίο νύχι πάντως. Κι αυτό το κρεμαστό που φτάνει μέχρι το στήθος... Μα τί λέω πρωί-πρωί; Δε την παλεύω κι εγώ μου φαίνεται.
    Από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε η έναρξη επιβίβασης της πτήσης. Ο Αντώνης φύλαξε το iPad στην δικηγορική του τσάντα και σηκώθηκε απ'τους πρώτους. Κάνοντας τον αδιάφορο προχωρούσε βήμα βήμα στην ουρά, μα ευχόταν να είχε μάτια στην πλάτη του να δεί τί κάνει η άγνωστη Χ. Στο αεροπλάνο βρίσκει αμέσως την θέση του. 6F. Βγάζει τον φάκελο της δικογραφίας και φυλάει την τσάντα στο ντουλαπάκι των χειραποσκευών. Αφού δένει τη ζώνη παρακολουθεί έναν-έναν τους επιβάτες που εισέρχονται. Η άγνωστη Χ. δεν άργησε να εμφανιστεί, είχε σκουπίσει τα δάκρυά της μα τα μάτια της ήταν ακόμα πρησμένα. Ο Αντώνης ακολούθησε με το βλέμμα του την Χ. μα εκείνη ούτε που φάνηκε να τον προσέχει, ήταν ακόμα σκυθρωπή βυθισμένη στις σκέψεις της.
            -Εσείς, παρακαλώ, τί θα θέλατε;
            -Ένα χυμό πορτοκάλι. Ευχαριστώ.
     Κατά την διάρκεια της πτήσης ο Αντώνης άλλοτε ξεφύλλιζε το περιοδικό της αεροπορικής εταιρίας κι άλλοτε χάζευε απ'το παράθυρο το Αιγαίο. Το μυαλό του όμως τριγυρνούσε στην άγνωστη Χ. Αμφιταλαντευόταν αν ο λόγος ήταν έλξη λόγω εξωτερικής εμφάνισης ή ανησυχίας ως προς τον συνάνθρωπο που βλέπεις δίπλα σου να καταρρέει. Το είχε μετανοιώσει που δεν της μίλησε. Μα τώρα ήταν αργά. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
      Η προσγείωση στο "Νίκος Καζαντζάκης" ήταν όπως πάντα με τα φρένα στο φούλ, λίγο ακόμα και πέφτουν πάνω στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Ο Αντώνης σηκώθηκε από τους πρώτους να αποβιβαστεί. Έριξε μια τελευταία ματιά προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους αλλά μάταια, η άγνωστη Χ δε φαινόταν πουθενά. Κατά την μεταφορά στο αεροδρόμιο άνοιξε το κινητό τηλέφωνο. Μια κλήση και δυο μηνύματα. Η μέρα είναι ηλιόλουστη, η θάλασσα λάδι και ο Αντώνης μόλις αναρωτήθηκε γιατί δεν πήρε μαζί του το μαγιώ του. Φτάνει στην έξοδο. Πρέπει να καλέσει τον υπάλληλο των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων για να συναντηθούν.
     Πού την είχα βάλει την εκτύπωση του e-mail με τα στοιχεία του; Όχι, δεν είναι στη μπροστά θήκη... Ούτε στην άλλη... Α, ναι μωρέ μες στο φάκελο το'χα βάλει κι αυτό όταν έφυγα απ'το γραφείο. Φάκελος, φάκελος... Πού είναι ο φάκελος;;;
     Κρύος ιδρώτας ξαφνικά λούζει τον Αντώνη. Η αμήχανη στιγμή που οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται και το αίμα νοιώθεις ν'ανεβαίνει στο κεφάλι μουδιάζοντας τη σκέψη. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο. Άγνωστος αριθμός. Διστάζει.
              -Παρακαλώ;


      

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Uhrenparadoxon

Ladies and gentlemen, welcome to Munich Airport. Local time is 5.35 pm. The weather in Munich is mostly cloudy with showers and temperature up to 14 degrees Celsius. Please remain seated with your seat belt fastened until the seat belt sign is turned off. Thank you for flying with us and wish you a pleasant onward journey


"Ωραία, χτες έκανα μπάνιο στις παραλίες του Fort Lauderdale. Σήμερα θα μουχλιάσω κάτω από τον βαυαρικό ουρανό". Ο Πέτρος Μαντίδης (ή Μαντάϊδης όπως τον διαβάζουν συνήθως έξω) είναι λέκτορας Αστροφυσικής του Α.Π.Θ. Επιστρέφει Θεσσαλονίκη από συνέδριο στην Αμερική. Η ανταπόκριση για το SKG είναι την επομένη το πρωί στις 09.10 π.μ., συνεπώς διαμονή στο Μόναχο, αφορμή να δεί τον ακριβοθώρητο παλιόφιλο Ανέστη. Ένα τσιγάρο στην έξοδο του αεροδρομίου, αυστηρά δίπλα σε σταχτοδοχείο δαπέδου σε επιτρεπόμενο χώρο. Έχοντας αναπνεύσει λίγο φρέσκο αέρα σε συνδυασμό με 3-4 τζούρες καπνού μπαίνει στο πρώτο ταξί για τη πόλη. "Guten Abend! 51 Thierschstaße, bitte dich." Εντάξει, τα γερμανικά του δεν είναι και τα καλύτερα. Richeine Bitte και τα ρέστα...
Φτάνουν έξω από την πολυκατοικία. Κατεβαίνει γρήγορα απ'το ταξί γιατί εμποδίζουν το τραμ. Με το που πατάει το πόδι στη γη αρχίζει να βρέχει. Σέρνει στο πλακόστρωτο την βαλίτσα με τα ροδάκια και χτυπάει το κουδούνι. "Pronto?". "Σιγά μην είναι και Overlay. Άνοιξε ρε!". "Πετρή! Ανέβα στον 2ο!". Τον Ανέστη τον ξέρει από παιδί. Μαζί στο σχολείο, μαζί τα καλοκαίρια κατασκήνωση στη Χαλκιδική, μαζί και στο πανεπιστήμιο. Πάνε 25 χρόνια από τότε. Και 5 από την τελευταία φορά που ιδωθήκανε.
Τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος ο Πέτρος είχε την ψευδαίσθηση οτι έμπαινε στη μηχανή του χρόνου. Μπροστά του στέκεται ο Ανέστης, πανύψηλος 2 μέτρα μπόι (εντάξει 1,93) σα να μην πέρασε μια μέρα από την τελευταία φορά που τον είδε. Καλογυμνασμένος, με το ίδιο μαύρο t-shirt, το ίδιο jean πατελόνι, τον ίδιο nylor σκελετό. Μόνο το μαλλί είχε αρχίσει να γκριζάρει ελαφρώς και το δέρμα λίγο ξασπρισμένο ένεκα της έλλειψης ήλιου. Σε αντίθεση με τον Πέτρο που τώρα φοράει ό,τι του ψωνίζει η Σοφία από τη Τσιμισκή, σακάκι, πόλο μπλούζα, μοκασίνια, στο κούτελο τα ποτάμια τείνουν να γίνουν φαλάκρα και από φυσική κατάσταση η μπάκα του έχει μεγαλώσει αισθητά αφού η μόνη γυμναστική που κάνει είναι να σηκώνει τα ψώνια απ'τον Μασούτη και να μη χρησιμοποιεί ποτέ το ασανσέρ, πάντα από τις σκάλες, λόγω κλειστοφοβίας. Ίσως και καμιά ποδηλατάδα με την μονάκριβη κόρη του Στέλλα όταν είναι καλός ο καιρός. Κι αν δεν τρέχει Θεσσαλονίκη-Γρεβενά για το καινούργιο αστεροσκοπείο στα βουνά του Όρλιακα. 
-Μπαγάσα, μαγείρεψες τίποτα της προκοπής ή θα φάμε λουκάνικα με πατάτες και μπύρες;
-Καλά ρε, έρχεσαι πρώτη φορά Μόναχο και θα φάμε ετοιματζίδικα; Αφού με ξέρεις, η μαγειρική για'μένα είναι τέχνη! Ετοιμάζω τη σπεσιαλιτέ μου: Tagliatelle Portofino. Εξαιρετική συνταγή, μου την είχε μάθει η Secilia όταν ήμουν Ρώμη.
-Α, ναι η Secilia. Τί απέγινε; Φοβερή τύπισσα...
-Πού να ξέρω. Έτσι όπως της φέρθηκα, δεν ξαναμιλήσαμε και ποτέ. Είχα μάθει κάποια στιγμή οτι ήταν Τορίνο.
-Μάλιστα... Και για πες, τί λέει το Max-Planck;
-Μια χαρά. Την έχω βρεί εδώ. Τον περασμένο Μάρτιο έκλεισα 8 χρόνια. Τη String Theory βέβαια ακόμα να την αποδείξουμε.
-Ασχολείσαι με άλλα string εσύ, πού να βρείς χρόνο...
-Χαχαχα, ναι ρίχνω και καμιά πενιά με τη κιθάρα μου!
-Μαλαγάνα...
-Λοιπόν, πάω να ετοιμάσω το φαγητό. Άραξε εσύ.
Το διαμέρισμα ήταν σε παλιά πολυκατοικία που αν και είχε εξωτερικά διατηρήσει την baroque αρχιτεκτονική, εσωτερικά ήταν αρκετά μοντέρνα. Η διακόσμηση του καθιστικού απλή όπως κάθε εργένη. Ένας δερμάτινος, μάλλον μεταγχειρισμένος καναπές, ένα γραφείο που είχε πάνω από επιστημονικά άρθρα μέχρι παρτιτούρες και φιλτράκια, μια ραφιέρα γεμάτη βιβλία κι ένα φωτιστικό δαπέδου απ'το ΙΚΕΑ. Α, και ο Πίπης! Ο κλασικός κεραμυδόγατος, ίσως η μόνη σταθερή παρέα του Ανέστη τα τελευταία 10 χρόνια. Ο Πέτρος ακούμπησε στο φαρδύ εσωτερικό περβάζι του παραθύρου. Αριστερά του ένας ολόκληρος πύργος από CD. Μάλαμας, Αλεξίου, Παπακων/νου Θανάσης, Αλκίνοος, Αρβανιτάκη, Σαββόπουλος, Χαρούλης. Κοιτούσε το εσωτερικό του σπιτιού. Ίσως ήταν ο καιρός, ίσως οι τόσες ώρες ταξίδι, ένα κρύο αίσθημα τον έζωσε. Που'ναι ένα βάζο με λουλούδια, μια φοντανιέρα με σοκολατάκια, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια κορνίζα ενός οικείου προσώπου...
-Λοιπόν, έτοιμο το φαγητό! Θες να καθήσουμε εδώ ή να πάμε μέσα στη κουζίνα;
-Κάτσε εδώ μωρέ, μη κάθεσαι τώρα να στρώνεις και τραπέζια. Ξένος είμαι;
-Ξένος; Εσύ είσαι αδερφός ρε Πετρή! Δίδυμους δε μας έλεγαν στο σχολείο;
-Τώρα εγώ μελαχροινός 1,75 κι εσύ καστανόξανθος 1,93 ποτέ δε κατάλαβα το χαρακτηρισμό αυτό, πραγματικά!
-Σχήμα λόγου, άσε που μπορεί να'μασταν διζυγωτικά δίδυμα.
-Καλά εντάξει δε βάζουμε να φάμε τώρα γιατί η μακαρονάδα μου έχει σπάσει τη μύτη;
Γέμισαν τα πιάτα κι ήρθαν πίσω στο καθιστικό. Ο Πέτρος στον καναπέ κι ο Ανέστης στη πολυθρόνα του γραφείου του με τον Πίπη να γουργουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του.
-Αχόρταγο γατί, πάλι θες να φας; Νιάου; Δε σ'άρεσαν οι κροκέτες σου μύρισαν οι ταλιατέλες. Λυπάμαι αλλά δεν έχει για'σένα.
-Εξαιρετική η μακαρονάδα Ανέστη!
-Κάτσε έχω πάρει κι ένα κρασί να πιούμε. Ένα ισπανικό Chardonnay από τη Navarra, χρονιάς 2007.
-Την τελευταία φορά που σε είδα πίναμε ρετσίνες στην Άθωνος.
-Ναι.
-Πέρασαν 5 χρόνια.
-[σιωπή] Ναι.
-[σιωπή] Ήταν το πρώτο καλοκαίρι μετά που πέθανε ο πατέρας σου.
-[σιωπή] Ναι.
-Τί ναι και ναι; Γιατί έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου ρε Ανέστη;
Ο Ανέστης άνοιξε το κρασί και σέρβιρε με τελετουργικό τρόπο τα ποτήρια. Άφησε το μπουκάλι στο γραφείο και συνέχισε να πιρουνίζει το πιάτο του.
-Καλά αν δε θες να το συζητήσουμε ασ'το, να σε δω ήρθα και να μου πεις τα νέα σου, όχι...
-Ρε Πέτρο... Νομίζω είναι απλό. Απ'τη Θεσσαλονίκη λείπω χρόνια. Κι αφότου έφυγαν και οι δυο μου γονείς, δεν έχω πολλά να με τραβάνε πίσω πέραν από αναμνήσεις. Κι ένα-δυο καλούς φίλους. Έχω όμως άλλους τόσους και περισσότερους εδώ, στη Ρώμη, στη Στοκχόλμη, στην Αργεντινή.
-Δεν είναι το ίδιο.
-Ναι, δεν είναι το ίδιο συμφωνώ. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια χαλαρώνουν οι συναισθηματικοί δεσμοί. Εσύ ήσουν τυχερός, βρήκες δουλειά, έφτιαξες οικογένεια.
-Οικογένεια κι εσύ θα μπορούσες να είχες φτιάξει.
-Δε βρέθηκε ποτέ η κατάλληλη.
-Ναι, πες μας τώρα οτι δεν είχες και επιλογές.
-Δεν είπα αυτό. Η μόνη γυναίκα που αγάπησα πραγματικά ήταν η  Ιωάννα. Έφυγα για διδακτορικό στη Στοκχόλμη, δε της έδωσα καμία προοπτική, καμία ασφάλεια κι όταν επέστρεψα είχε γνωρίσει το Μάνο. The show must go on.
-Και ξανάφυγες. Θυμάμαι τη συζήτηση πριν φύγεις για το postdoc στη Ρώμη. "Θέλω να είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι. Να ζήσω σε νέους τόπους, να γνωρίσω νέους ανθρώπους. Να είμαι ελεύθερος."
-Έτσι ακριβώς. Και νομίζω τα κατάφερα!
Ο Πέτρος σιώπησε. Το βλέμμα του καρφώθηκε στις σταγόνες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι. Σκέφτηκε πως τελικά όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος δεν είχε μπεί σε μηχανή του χρόνου. Αντιθέτως, αυτός είχε παραμείνει στη Γη αφήνοντας τον χρόνο να κυλάει κανονικά. Ο Ανέστης ήταν εκείνος που ταξίδεψε σε μακρινό αστέρι με ταχύτητα φωτός. Το παράδοξο των διδύμων. Και τώρα εμφανίζεται μπροστά του σα να μην έχει αλλάξει τίποτα, σα να μη γέρασε ποτέ, αιώνιος έφηβος, αιώνιος φοιτητής. Φοβούμενος να πληγωθεί ξανά, χάθηκε στο αφιλόξενο και παγωμένο διάστημα, έμεινε μόνος και τελικά αγάπησε τον εαυτό του. Σκέφτηκε τη Σοφία. Τη πρώτη τους νύχτα, τα όνειρα που έκαναν, τη πρόταση γάμου, τον ερχομό της Στέλλας, τα γέλια και τα δάκρυα, τις δύσεις και τις ανατολές. Ο Πέτρος τινάχτηκε από το έντονο θόρυβο του συρμού του τραμ. Γύρισε και κοίταξε τον Ανέστη. Τελικά είναι όλα μια ζαριά ή θέμα επιλογών;
-Ναι, Ανέστη. Τελικά τα κατάφερες...


Layover